περίθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plein de courroux ; <i>adv.</i> • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίθῡμος''': -ον, [[σφόδρα]] ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι [[λίαν]] ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.
|lstext='''περίθῡμος''': -ον, [[σφόδρα]] ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι [[λίαν]] ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plein de courroux ; <i>adv.</i> • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θυμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθῡμος Medium diacritics: περίθυμος Low diacritics: περίθυμος Capitals: ΠΕΡΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: períthymos Transliteration B: perithymos Transliteration C: perithymos Beta Code: peri/qumos

English (LSJ)

ον, very wrathful, A.Th.724 (lyr.), Cat.Cod.Astr.8(4).181; τὸ π. Ph.1.684. Adv. -μως A.Ch.40(lyr.); π. ἔχειν or ἴσχειν to be very angry, Hdt.2.162, Pl.Ti.88a: neut. as adverb, Plu.Mar.19.

German (Pape)

[Seite 577] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de courroux ; adv. • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.
Étymologie: περί, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

περίθῡμος: -ον, σφόδρα ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι λίαν ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
περιθύμως και περίθυμον
με πολλή οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θυμός.

Greek Monotonic

περίθῡμος: -ον, πολύ οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, στον ίδ.· περιθύμως ἔχειν, είμαι πολύ θυμωμένος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περίθῡμος: полный гнева, гневный (κατάραι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.

Middle Liddell

περί-θῡμος, ον,
very wrathful, Aesch. adv. -μως, Aesch.; περιθύμως ἔχειν to be very angry, Hdt.