περίφαντος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0598.png Seite 598]] = [[περιφανής]]; πᾶσιν [[περίφαντος]] [[αἰεί]], berühmt, Soph. Ai. 595; [[περίφαντος]] ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0598.png Seite 598]] = [[περιφανής]]; πᾶσιν [[περίφαντος]] [[αἰεί]], berühmt, Soph. Ai. 595; [[περίφαντος]] ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> visible à tous;<br /><b>2</b> connu de tous, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίφαντος''': -ον, = [[περιφανής]], [[τάφος]] Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. [[ἔνδοξος]], [[ἐπιφανής]], [[ὀνομαστός]], Λατ. illustris, [[αὐτόθι]] 599.
|lstext='''περίφαντος''': -ον, = [[περιφανής]], [[τάφος]] Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. [[ἔνδοξος]], [[ἐπιφανής]], [[ὀνομαστός]], Λατ. illustris, [[αὐτόθι]] 599.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> visible à tous;<br /><b>2</b> connu de tous, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφαντος Medium diacritics: περίφαντος Low diacritics: περίφαντος Capitals: ΠΕΡΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: períphantos Transliteration B: periphantos Transliteration C: perifantos Beta Code: peri/fantos

English (LSJ)

ον, A = περιφανής: metaph., π. θανεῖται too plainly he will die, S.Aj.229 (lyr.). II famous, renowned, πᾶσιν ib.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 598] = περιφανής; πᾶσιν περίφαντος αἰεί, berühmt, Soph. Ai. 595; περίφαντος ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 visible à tous;
2 connu de tous, célèbre.
Étymologie: περιφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

περίφαντος: -ον, = περιφανής, τάφος Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. ἔνδοξος, ἐπιφανής, ὀνομαστός, Λατ. illustris, αὐτόθι 599.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφαίνομαι
1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος
2. επιφανής, ονομαστός.

Greek Monotonic

περίφαντος: -ον, I. = περιφανὴς περίφαντος θανεῖται, θα πεθάνει μπροστά σε όλους, σε Σοφ.
II. φημισμένος, ονομαστός, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφαντος -ον [περιφαίνω] duidelijk zichtbaar:. περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται voor iedereen zichtbaar zal de man sterven Soph. Ai. 229. beroemd:. πᾶσιν περίφαντος αἰεί beroemd bij iedereen voor altijd Soph. Ai. 599.

Russian (Dvoretsky)

περίφαντος:
1) видимый отовсюду, открытый взорам (τύμβος Anth.);
2) явный, очевидный: π. ἁνὴρ θανεῖται Soph. муж этот явно умрет;
3) славный, знаменитый (Σαλαμίς Soph.).

Middle Liddell

περίφαντος, ον, = περιφανής
I. π. θανεῖται he will die in the sight of all, Soph.
II. famous, renowned, Soph.