πρωτόλεια: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=prwto/leia
|Beta Code=prwto/leia
|Definition=τά, (λεία) [[first spoils]] in war, and, generally, [[firstfruits]], Lyc.298, [[falsa lectio|f.l.]] for [[προτέλεια]] in <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>4.8.22</span>; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>184</span>; <b class="b3">τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω</b>, [[as the first act]] of my supplication, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>382</span>: sg.,= [[ἀπαρχή]], Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.
|Definition=τά, (λεία) [[first spoils]] in war, and, generally, [[firstfruits]], Lyc.298, [[falsa lectio|f.l.]] for [[προτέλεια]] in <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>4.8.22</span>; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>184</span>; <b class="b3">τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω</b>, [[as the first act]] of my supplication, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>382</span>: sg.,= [[ἀπαρχή]], Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />première part d'un butin ; <i>en gén.</i> prémices.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[λεία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόλεια''': τά, ([[λεία]]) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα [[λάφυρα]] ἐν πολέμῳ, καὶ [[καθόλου]], οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ [[πρωτόλεια]] τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων [[πρωτόλεια]] [[θιγγάνω]] κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον [[στέφος]] Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.
|lstext='''πρωτόλεια''': τά, ([[λεία]]) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα [[λάφυρα]] ἐν πολέμῳ, καὶ [[καθόλου]], οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ [[πρωτόλεια]] τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων [[πρωτόλεια]] [[θιγγάνω]] κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον [[στέφος]] Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />première part d'un butin ; <i>en gén.</i> prémices.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[λεία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:43, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόλεια Medium diacritics: πρωτόλεια Low diacritics: πρωτόλεια Capitals: ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ
Transliteration A: prōtóleia Transliteration B: prōtoleia Transliteration C: protoleia Beta Code: prwto/leia

English (LSJ)

τά, (λεία) first spoils in war, and, generally, firstfruits, Lyc.298, f.l. for προτέλεια in J.AJ4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.Ep.184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω, as the first act of my supplication, E.Or.382: sg.,= ἀπαρχή, Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
première part d'un butin ; en gén. prémices.
Étymologie: πρῶτος, λεία.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόλεια: τά, (λεία) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα λάφυρα ἐν πολέμῳ, καὶ καθόλου, οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ πρωτόλεια τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον στέφος Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.

Greek Monotonic

πρωτόλεια: τά (λεία), τα πρώτα λάφυρα στον πόλεμο, γενικά, πρώτοι καρποί, απαρχές· τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια, στην έναρξη της ικεσίας μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόλεια: τά первая добыча: γονάτων π. θιγγάνω ἱκέτης Eur. я прежде всего припадаю с мольбой к (твоим) коленям.

Middle Liddell

πρωτόλεια, ων, τά, λεία
the first spoils in war, the firstfruits; τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια as the first act of my supplication, Eur.