πρόσταξις: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] ἡ, das Hinzuordnen, Hinzustellen, die Verordnung, was aufgelegt wird, Λακεδαιμόνιοι τὴν πρόσταξν ταῖς πόλεσιν ἑκατὸν νεῶν τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο, sie legten ihnen hundert Schiffe zu bauen auf, Thuc. 8, 3; der Befehl, προστάξεις προστάττοντες ἀνίσους, Plat. Legg. VI, 761 e; τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἶναι [[διακελευστέον]], I, 631 d; Ctes. 45. – Bei den Attikern auch Bestrafung eines Bürgers durch Entziehung einzelner Bürgerrechte, z. B. eine Klage anstellen zu dürfen, Andoc. 1, 75. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] ἡ, das Hinzuordnen, Hinzustellen, die Verordnung, was aufgelegt wird, Λακεδαιμόνιοι τὴν πρόσταξν ταῖς πόλεσιν ἑκατὸν νεῶν τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο, sie legten ihnen hundert Schiffe zu bauen auf, Thuc. 8, 3; der Befehl, προστάξεις προστάττοντες ἀνίσους, Plat. Legg. VI, 761 e; τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἶναι [[διακελευστέον]], I, 631 d; Ctes. 45. – Bei den Attikern auch Bestrafung eines Bürgers durch Entziehung einzelner Bürgerrechte, z. B. eine Klage anstellen zu dürfen, Andoc. 1, 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />injonction, ordre ; πρόσταξιν ποιεῖσθαι THC donner un ordre.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσταξις''': ἡ, τακτοποίησις, [[διάταξις]], Αἰλ. Τακτ. 31, Σουΐδ. ΙΙ. [[προσταγή]], [[πρόσταγμα]], Πλάτ. Νόμ. 673C, 761Ε· πρόσταξιν ποιεῖσθαί τινι, - προστάσσειν τινί, Ἀριστ. Τοπ. 1. 8, 5, πρβλ. Λυσί. 190. 22· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], πρ. ποιοῦμαι, [[προσδιορίζω]] τὸν ἀριθμὸν τῶν ναυπηγηθησομένων πλοίων ὑφ’ ἑκάστης πόλεως, Θουκ. 8. 3. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἄτιμοι κατὰ προστάξεις, πολῖται ὧν ἀφῃρέθησαν τὰ πολιτικὰ δικαιώματα ἔν τισιν ὡρισμέναις περιστάσεσιν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παντάπασιν ἄτιμοι), Ἀνδοκ. 10. 25 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 631D. | |lstext='''πρόσταξις''': ἡ, τακτοποίησις, [[διάταξις]], Αἰλ. Τακτ. 31, Σουΐδ. ΙΙ. [[προσταγή]], [[πρόσταγμα]], Πλάτ. Νόμ. 673C, 761Ε· πρόσταξιν ποιεῖσθαί τινι, - προστάσσειν τινί, Ἀριστ. Τοπ. 1. 8, 5, πρβλ. Λυσί. 190. 22· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], πρ. ποιοῦμαι, [[προσδιορίζω]] τὸν ἀριθμὸν τῶν ναυπηγηθησομένων πλοίων ὑφ’ ἑκάστης πόλεως, Θουκ. 8. 3. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἄτιμοι κατὰ προστάξεις, πολῖται ὧν ἀφῃρέθησαν τὰ πολιτικὰ δικαιώματα ἔν τισιν ὡρισμέναις περιστάσεσιν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παντάπασιν ἄτιμοι), Ἀνδοκ. 10. 25 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 631D. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A posting of additional troops on the wings of a phalanx, Ael.Tact.24.3, Arr.Tact.20.3. II ordinance, command, Pl.Lg.631d (pl.), 673c; προστάξεις προστάττοντες ἀνίσους ib.761e; τινὶ τὴν πρόσταξιν ποιεῖσθαι to command him, Arist.Top.103a35, cf. Lys.2.1; ἐκ προστάξεως τοῦ κυρίου μου κτλ. POxy.1204.7 (iii A. D.), cf. 1252r.19 (iii A. D.); requisition, τὴν π. ταῖς πόλεσιν ἑκατὸν νεῶν τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο Th.8.3. III at Athens, ἄτιμοι κατὰ προστάξεις citizens deprived of their rights in certain specified particulars (opp. παντάπασιν ἄτιμοι), And.1.75.
German (Pape)
[Seite 781] ἡ, das Hinzuordnen, Hinzustellen, die Verordnung, was aufgelegt wird, Λακεδαιμόνιοι τὴν πρόσταξν ταῖς πόλεσιν ἑκατὸν νεῶν τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο, sie legten ihnen hundert Schiffe zu bauen auf, Thuc. 8, 3; der Befehl, προστάξεις προστάττοντες ἀνίσους, Plat. Legg. VI, 761 e; τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἶναι διακελευστέον, I, 631 d; Ctes. 45. – Bei den Attikern auch Bestrafung eines Bürgers durch Entziehung einzelner Bürgerrechte, z. B. eine Klage anstellen zu dürfen, Andoc. 1, 75.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
injonction, ordre ; πρόσταξιν ποιεῖσθαι THC donner un ordre.
Étymologie: προστάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσταξις: ἡ, τακτοποίησις, διάταξις, Αἰλ. Τακτ. 31, Σουΐδ. ΙΙ. προσταγή, πρόσταγμα, Πλάτ. Νόμ. 673C, 761Ε· πρόσταξιν ποιεῖσθαί τινι, - προστάσσειν τινί, Ἀριστ. Τοπ. 1. 8, 5, πρβλ. Λυσί. 190. 22· - ἀλλ’ ὡσαύτως, πρ. ποιοῦμαι, προσδιορίζω τὸν ἀριθμὸν τῶν ναυπηγηθησομένων πλοίων ὑφ’ ἑκάστης πόλεως, Θουκ. 8. 3. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἄτιμοι κατὰ προστάξεις, πολῖται ὧν ἀφῃρέθησαν τὰ πολιτικὰ δικαιώματα ἔν τισιν ὡρισμέναις περιστάσεσιν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παντάπασιν ἄτιμοι), Ἀνδοκ. 10. 25 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 631D.
Greek Monotonic
πρόσταξις: ἡ (προστάσσω),
I. τακτοποίηση, διάταξη, διαταγή, σε Πλάτ.
II. υπολογισμός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσταξις: εως ἡ приказ(ание), предписание Lys., Plat., Arst.: τὴν πρόσταξίν τινί τινος ποιεῖσθαι Thuc. предписать кому-л. что-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσταξις -εως, ἡ [προστάσσω] bevel, gezag:; τὴν πρόσταξιν ταῖς πόλεσιν... τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο zij gaven de steden bevel tot het bouwen van schepen Thuc. 8.3.2; in Athene. ἄτιμοι... κατὰ προστάξεις van burgerrecht verstoken op specifiek bevel And. 1.75; ἡ... πατρικὴ πρόσταξις het vaderlijk gezag Aristot. EN 1180a19.
Middle Liddell
προστάσσω
I. an ordaining, an ordinance, command, Plat.
II. an assessment, Thuc.