σιτηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] = [[σιταγωγέω]], Getreide, Speise zuführen; εἰς τὸ Ἀττικὸν [[ἐμπόριον]], Dem. 34, 36, u. öfter; Memn. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] = [[σιταγωγέω]], Getreide, Speise zuführen; εἰς τὸ Ἀττικὸν [[ἐμπόριον]], Dem. 34, 36, u. öfter; Memn. 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />transporter du blé <i>ou</i> des vivres.<br />'''Étymologie:''' [[σιτηγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτηγέω''': [[σιταγωγέω]], [[φέρω]] ἢ [[μεταβιβάζω]] σῖτον, εἰς τὸ Ἀττικὸν [[ἐμπόριον]] Δημ. 917. 26, Ἀθήναζε ὁ αὐτ. 941. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 151. 21· [[εἰσάγω]] σῖτον, [[παρά]] τινος Δημ. 467. 25.
|lstext='''σῑτηγέω''': [[σιταγωγέω]], [[φέρω]] ἢ [[μεταβιβάζω]] σῖτον, εἰς τὸ Ἀττικὸν [[ἐμπόριον]] Δημ. 917. 26, Ἀθήναζε ὁ αὐτ. 941. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 151. 21· [[εἰσάγω]] σῖτον, [[παρά]] τινος Δημ. 467. 25.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />transporter du blé <i>ou</i> des vivres.<br />'''Étymologie:''' [[σιτηγός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηγέω Medium diacritics: σιτηγέω Low diacritics: σιτηγέω Capitals: ΣΙΤΗΓΕΩ
Transliteration A: sitēgéō Transliteration B: sitēgeō Transliteration C: sitigeo Beta Code: sithge/w

English (LSJ)

= σιταγωγέω, convey or transport corn, Ἀθήναζε εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον D.34.36, cf. <s

German (Pape)

[Seite 885] = σιταγωγέω, Getreide, Speise zuführen; εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον, Dem. 34, 36, u. öfter; Memn. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transporter du blé ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγέω: σιταγωγέω, φέρωμεταβιβάζω σῖτον, εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Δημ. 917. 26, Ἀθήναζε ὁ αὐτ. 941. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 151. 21· εἰσάγω σῖτον, παρά τινος Δημ. 467. 25.

Greek Monotonic

σῑτηγέω: μέλ. -ήσω, = σιταγωγέω, κουβαλώ ή μεταφέρω σιτηρά, σε Δημ.· εισάγω σιτηρά, παρά τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγέω: привозить хлеб, доставлять продовольствие (Ἀθήναζε, εἰς τὸ ἐμπόριον Dem.).

Middle Liddell

σῑτηγέω, fut. -ήσω [from σιτηγός
= σιταγωγέω, to convey or transport corn, Dem.: to import corn, παρὰ τινος Dem.