σκυλακεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] Hunde sich paaren, begatten lassen; c. acc., Xen. Cyn. 7, 1; Poll. 5, 51 erkl. ἐμπιπλάναι σκυλάκων καὶ ὀχεύειν; überh. Hunde ziehen, halten, pflegen; – ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευόμενος, von einer Wölfinn gesäugt, Strab. 5, 3, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] Hunde sich paaren, begatten lassen; c. acc., Xen. Cyn. 7, 1; Poll. 5, 51 erkl. ἐμπιπλάναι σκυλάκων καὶ ὀχεύειν; überh. Hunde ziehen, halten, pflegen; – ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευόμενος, von einer Wölfinn gesäugt, Strab. 5, 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> accoupler de jeunes chiens, <i>ou</i> des chiens <i>en gén.</i><br /><b>2</b> élever de jeunes chiens, <i>ou</i> des chiens <i>en gén. ; p. ext.</i> nourrir, <i>particul.</i> allaiter.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠλᾰκεύω''': ([[σκύλαξ]]) ζευγαρώνω κύνας πρὸς ἀπόκτησιν σκυλάκων, μετ’ αἰτ., Ξεν. Κυν. 7, 1. Ἀρρ. Κυν. 31, 3. - Παθ., ὑπὸ λυκαίνης σκυλακεύεσθαι, θηλάζομαι ὑπὸ λυκαίνης, Στράβ. 299.
|lstext='''σκῠλᾰκεύω''': ([[σκύλαξ]]) ζευγαρώνω κύνας πρὸς ἀπόκτησιν σκυλάκων, μετ’ αἰτ., Ξεν. Κυν. 7, 1. Ἀρρ. Κυν. 31, 3. - Παθ., ὑπὸ λυκαίνης σκυλακεύεσθαι, θηλάζομαι ὑπὸ λυκαίνης, Στράβ. 299.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> accoupler de jeunes chiens, <i>ou</i> des chiens <i>en gén.</i><br /><b>2</b> élever de jeunes chiens, <i>ou</i> des chiens <i>en gén. ; p. ext.</i> nourrir, <i>particul.</i> allaiter.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκεύω Medium diacritics: σκυλακεύω Low diacritics: σκυλακεύω Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: skylakeúō Transliteration B: skylakeuō Transliteration C: skylakeyo Beta Code: skulakeu/w

English (LSJ)

pair dogs for breeding, c. acc., X.Cyn.7.1, Arr. Cyn.31.3:—Pass., ὑπὸ λυκαίνης σκυλακεύεσθαι to be suckled by a showolf, Str.5.3.2; to be trained from puppyhood (cf. πωλεύεσθαι, παιδεύεσθαι), Max.Tyr.1.1.

German (Pape)

[Seite 907] Hunde sich paaren, begatten lassen; c. acc., Xen. Cyn. 7, 1; Poll. 5, 51 erkl. ἐμπιπλάναι σκυλάκων καὶ ὀχεύειν; überh. Hunde ziehen, halten, pflegen; – ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευόμενος, von einer Wölfinn gesäugt, Strab. 5, 3, 2.

French (Bailly abrégé)

1 accoupler de jeunes chiens, ou des chiens en gén.
2 élever de jeunes chiens, ou des chiens en gén. ; p. ext. nourrir, particul. allaiter.
Étymologie: σκύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκεύω: (σκύλαξ) ζευγαρώνω κύνας πρὸς ἀπόκτησιν σκυλάκων, μετ’ αἰτ., Ξεν. Κυν. 7, 1. Ἀρρ. Κυν. 31, 3. - Παθ., ὑπὸ λυκαίνης σκυλακεύεσθαι, θηλάζομαι ὑπὸ λυκαίνης, Στράβ. 299.

Greek Monolingual

Α σκύλαξ, -ακος]
1. εκτρέφω σκυλάκια
2. ανατρέφω μικρά παιδιά
3. ζευγαρώνω σκύλους για την αναπαραγωγή του είδους
4. παθ. σκυλακεύομαι
α) θηλάζομαι («τοὺς παῑδας ἐκτεθέντας... ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευομένους», Στραβ.)
β) γυμνάζομαι από μικρή ηλικία.

Greek Monotonic

σκῠλᾰκεύω: μέλ. -σω (σκύλαξ),·
I. ζευγαρώνω σκύλους για αναπαραγωγή, εκτρέφω σκυλιά, σε Ξεν.
II. Παθ., θηλάζομαι, βυζαίνω, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σκῠλᾰκεύω: (о собаках) случать (τὰς κύνας Xen.).

Middle Liddell

σκῠλᾰκεύω, fut. -σω σκύλαξ
I. to pair dogs for breeding, Xen.
II. Pass. to be suckled, Strab.