συλλείβω: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] zusammengießen, verschmelzen, Arist. meteor. 1, 13. – Pass. zusammenfließen, Plut. Aem. P. 14 Luc. Alex. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] zusammengießen, verschmelzen, Arist. meteor. 1, 13. – Pass. zusammenfließen, Plut. Aem. P. 14 Luc. Alex. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=verser ensemble goutte à goutte ; <i>Pass.</i> s'épancher goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λείβω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συλλείβω''': ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, [[οἷον]] [[σπόγγος]] πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ [[ὕδωρ]]» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι [[ὁμοῦ]], [[συρρέω]] κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24. | |lstext='''συλλείβω''': ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, [[οἷον]] [[σπόγγος]] πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ [[ὕδωρ]]» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι [[ὁμοῦ]], [[συρρέω]] κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:15, 2 October 2022
English (LSJ)
collect by streams, τὸ ὕδωρ Arist.Mete.350a9:—Pass., [τὸ καταμηνιῶδες περίττωμα] συλλείβεται εἰς αὐτὴν τὴν ὑστέραν Id.GA 751a5; of blood, a flow takes place, Hp.Oss.15, cf. Virg.1; of rivers, ἐκ πλειόνων πηγῶν συλλείβεσθαι Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.
German (Pape)
[Seite 975] zusammengießen, verschmelzen, Arist. meteor. 1, 13. – Pass. zusammenfließen, Plut. Aem. P. 14 Luc. Alex. 13.
French (Bailly abrégé)
verser ensemble goutte à goutte ; Pass. s'épancher goutte à goutte.
Étymologie: σύν, λείβω.
Greek (Liddell-Scott)
συλλείβω: ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, οἷον σπόγγος πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ ὕδωρ» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι ὁμοῦ, συρρέω κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24.
Russian (Dvoretsky)
συλλείβω: сливать вместе, скапливать (τὸ ὕδωρ Arst.): ἐκ πέτρας συλλείβεσθαι Plut. стекаться со скалы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλ-λείβω, alleen med., doorsijpelen en zich verzamelen: samensijpelen.