συνδιαίτησις: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] ἡ, das Zusammenwohnen; neben [[συμβίωσις]], Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] ἡ, das Zusammenwohnen; neben [[συμβίωσις]], Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />habitation <i>ou</i> vie commune, commerce familier.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιαιτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαίτησις''': ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, [[συμβίωσις]], [[συνοίκησις]], [[ἐπιμιξία]], Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, [[τρόπος]] [[συνήθης]] [[πρός]] τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.
|lstext='''συνδιαίτησις''': ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, [[συμβίωσις]], [[συνοίκησις]], [[ἐπιμιξία]], Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, [[τρόπος]] [[συνήθης]] [[πρός]] τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />habitation <i>ou</i> vie commune, commerce familier.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιαιτάομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐαίτησις Medium diacritics: συνδιαίτησις Low diacritics: συνδιαίτησις Capitals: ΣΥΝΔΙΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: syndiaítēsis Transliteration B: syndiaitēsis Transliteration C: syndiaitisis Beta Code: sundiai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, living together, intercourse, Metrod.Herc.831.13, Ph.2.591, J.AJ1.1.2, Plu.Aem.1, Dio 16, etc.; συνδιαίτησις εἰς τοὺς ὑπηκόους ordinary behaviour towards them, Arr. An.4.7.4.

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, das Zusammenwohnen; neben συμβίωσις, Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
habitation ou vie commune, commerce familier.
Étymologie: συνδιαιτάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαίτησις: ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, συμβίωσις, συνοίκησις, ἐπιμιξία, Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, τρόπος συνήθης πρός τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.

Greek Monotonic

συνδιαίτησις: ἡ, συγκατοίκηση, συμβίωση, σαρκική επαφή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαίτησις: εως ἡ совместная жизнь, общение Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie.

Middle Liddell

συνδιαίτησις, εως, [from συνδιαιτάομαι
a living together, intercourse, Plut.