συνοικισμός: Difference between revisions
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunoikismo/s | |Beta Code=sunoikismo/s | ||
|Definition=ὁ, [[living together]], [[wedlock]], DS. 18.23 ; ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plu. ''Sol.'' 20. = [[συνοίκισις]] ([[combination]], [[union into one city-state]], [[union with the capital]]), Plb. 4 33.7 ; pl., πόλεων Str. 10.4.8 ; [[founding a city]], Plu. ''Rom.'' 9. | |Definition=ὁ, [[living together]], [[wedlock]], DS. 18.23 ; ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plu. ''Sol.'' 20. = [[συνοίκισις]] ([[combination]], [[union into one city-state]], [[union with the capital]]), Plb. 4 33.7 ; pl., πόλεων Str. 10.4.8 ; [[founding a city]], Plu. ''Rom.'' 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> colonisation;<br /><b>2</b> cohabitation, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοικισμός''': ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, [[συνοικέσιον]], Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = [[συνοίκισις]], Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ. | |lstext='''συνοικισμός''': ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, [[συνοικέσιον]], Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = [[συνοίκισις]], Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, living together, wedlock, DS. 18.23 ; ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plu. Sol. 20. = συνοίκισις (combination, union into one city-state, union with the capital), Plb. 4 33.7 ; pl., πόλεων Str. 10.4.8 ; founding a city, Plu. Rom. 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 colonisation;
2 cohabitation, mariage.
Étymologie: συνοικίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικισμός: ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, συνοικέσιον, Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = συνοίκισις, Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συνοικίζω
νεοελλ.
1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός»)
2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι
3. βιολ. η συνοίκηση
αρχ.
1. γάμος, συνοικέσιο
2. ίδρυση πόλης ή χωριού
3. επανίδρυση πόλης που καταστράφηκε ή ερημώθηκε από διάφορες αιτίες.
Greek Monotonic
συνοικισμός: ὁ,
I. συγκατοίκηση, γάμος, σε Πλούτ.
II. = συνοίκισις, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικισμός -ου, ὁ [συνοικίζω] het doen samenwonen:; τὸν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνοικισμόν de huwelijksverbintenis van man en vrouw Plut. Sol. 20.6; stichting van een stad. Plut. Rom. 9.4.
Russian (Dvoretsky)
συνοικισμός: ὁ
1) Polyb., Plut. = συνοίκισις;
2) брачное сожительство, супружество Diod., Plut.
Middle Liddell
συνοικισμός, οῦ, ὁ, [from συνοικίζω
I. a living together, marriage, Plut.
II. = συνοίκισις, Plut.