σύμπτυκτος: Difference between revisions
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] zusammengefaltet, -gelegt, ἀνάπαιστοι, Pherecr. bei Schol. Ar. Nub. 559; vgl. Hephaest. p. 101. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] zusammengefaltet, -gelegt, ἀνάπαιστοι, Pherecr. bei Schol. Ar. Nub. 559; vgl. Hephaest. p. 101. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον,<br />plié ensemble <i>ou</i> replié sur soi-même, PHERECR. (<i>Com. fr</i>. 2, 283).<br />'''Étymologie:''' [[συμπτύσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπτυκτος''': -ον, ὁ συμπτυσσόμενος, ἄρνα σ., [[ἀρνίον]] διασχισθὲν [[ὅπως]] παραγεμισθῇ καὶ [[πάλιν]] [[εἶτα]] συρραφέν, διάφ. γραφ. Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· σ. ἀνάπαιστοι, συνεπτυγμένοι, δηλ. σπονδειακοί, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 5, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· πρβλ. [[σύμπηκτος]]. | |lstext='''σύμπτυκτος''': -ον, ὁ συμπτυσσόμενος, ἄρνα σ., [[ἀρνίον]] διασχισθὲν [[ὅπως]] παραγεμισθῇ καὶ [[πάλιν]] [[εἶτα]] συρραφέν, διάφ. γραφ. Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· σ. ἀνάπαιστοι, συνεπτυγμένοι, δηλ. σπονδειακοί, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 5, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· πρβλ. [[σύμπηκτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, folded together, trussed up, ἄρνα σ. Diph.90; σ. ἀνάπαιστοι folded anapaestics, dub. sens. in Pherecr.79 (spondaic acc. to Sch.Metr.Pi.O.4); πλαίσια ξύμπτυκτα (perhaps dovetailed) is the best reading (Poll.10.148, Suid.) in Ar.Ra.800 (συμπηκτά is v.l.).
German (Pape)
[Seite 990] zusammengefaltet, -gelegt, ἀνάπαιστοι, Pherecr. bei Schol. Ar. Nub. 559; vgl. Hephaest. p. 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον,
plié ensemble ou replié sur soi-même, PHERECR. (Com. fr. 2, 283).
Étymologie: συμπτύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπτυκτος: -ον, ὁ συμπτυσσόμενος, ἄρνα σ., ἀρνίον διασχισθὲν ὅπως παραγεμισθῇ καὶ πάλιν εἶτα συρραφέν, διάφ. γραφ. Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· σ. ἀνάπαιστοι, συνεπτυγμένοι, δηλ. σπονδειακοί, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· πρβλ. σύμπηκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπτύσσω
1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος
2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» — συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά.
Russian (Dvoretsky)
σύμπτυκτος: сложенный или складной (πλαίσια Arph. - v.l. к σύμπηκτος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-πτυκτος -ον Att. ook ξύμπτυκτος [συμπτύσσω] samengevouwen, inklapbaar:. πλαίσια ξύμπτυκτα inklapbare houten raamwerken Aristoph. Ran. 800.