τηΰσιος: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=thu/+sios
|Beta Code=thu/+sios
|Definition=[ῠ], α, ον, Dor. τᾱΰσιος (<span class="bibl">Alcm.92</span>, <span class="bibl">B.5.81</span>), [[idle]], [[vain]], [[undertaken to no purpose]], τηϋσίη ὁδός <span class="bibl">Od.3.316</span>, <span class="bibl">15.13</span>; <b class="b3">τηΰσιον ἔπος</b> an [[idle]], [[rash]] word, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>540</span>; μὴ ταΰσιον προΐει ὀϊστόν B. [[l.c.]]; τ. πόδες <span class="bibl">A.R.3.651</span>. Adv. τηϋσίως <span class="bibl">Theoc.25.230</span>. Cf. [[αὔσιος]].
|Definition=[ῠ], α, ον, Dor. τᾱΰσιος (<span class="bibl">Alcm.92</span>, <span class="bibl">B.5.81</span>), [[idle]], [[vain]], [[undertaken to no purpose]], τηϋσίη ὁδός <span class="bibl">Od.3.316</span>, <span class="bibl">15.13</span>; <b class="b3">τηΰσιον ἔπος</b> an [[idle]], [[rash]] word, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>540</span>; μὴ ταΰσιον προΐει ὀϊστόν B. [[l.c.]]; τ. πόδες <span class="bibl">A.R.3.651</span>. Adv. τηϋσίως <span class="bibl">Theoc.25.230</span>. Cf. [[αὔσιος]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' DELG vieil adj. poét.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τηΰσιος''': -α, -ον, [[μάταιος]], πρὸς οὐδὲν [[ὠφέλιμος]], [[ἀνωφελής]], μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον [[ἔπος]], [[μάταιος]], τραχὺς [[λόγος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ [[τύπος]] ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ [[τύπος]] αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7.
|lstext='''τηΰσιος''': -α, -ον, [[μάταιος]], πρὸς οὐδὲν [[ὠφέλιμος]], [[ἀνωφελής]], μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον [[ἔπος]], [[μάταιος]], τραχὺς [[λόγος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ [[τύπος]] ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ [[τύπος]] αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' DELG vieil adj. poét.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηΰσιος Medium diacritics: τηΰσιος Low diacritics: τηΰσιος Capitals: ΤΗΫΣΙΟΣ
Transliteration A: tēÿ́sios Transliteration B: tēusios Transliteration C: tiysios Beta Code: thu/+sios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Dor. τᾱΰσιος (Alcm.92, B.5.81), idle, vain, undertaken to no purpose, τηϋσίη ὁδός Od.3.316, 15.13; τηΰσιον ἔπος an idle, rash word, h.Ap.540; μὴ ταΰσιον προΐει ὀϊστόν B. l.c.; τ. πόδες A.R.3.651. Adv. τηϋσίως Theoc.25.230. Cf. αὔσιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
vain, inutile.
Étymologie: DELG vieil adj. poét.

Greek (Liddell-Scott)

τηΰσιος: -α, -ον, μάταιος, πρὸς οὐδὲν ὠφέλιμος, ἀνωφελής, μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον ἔπος, μάταιος, τραχὺς λόγος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ τύπος ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ τύπος αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7.

Greek Monolingual

και ταΰσιος, -ία, -ον, Α
μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί —μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός»— στην ΙΕ ρίζα (s)tāi- «κλέβω», tāiu-s- «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ. ινδ. tāyu, αβεστ. tāyu-, αρχ. σλαβ. tatb, με οδοντική παρέκταση). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το επίθ. τηΰσιος έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τηΰς (< ΙΕ tāiu-s) με κατάλ. -σιος (πρβλ. ἐτώσιος: ἐτός). Η λ., τέλος, συνδέεται με το ρ. τητῶμαι].

Greek Monotonic

τηΰσιος: Δωρ. τᾶΰσιος, -α (Ιων. -η), -ον, μάταιος, ανώφελος, άσκοπος, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. τηϋσίως, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τηΰσιος: (ῠ) бесполезный, напрасный (ὁδός Hom.; ἔπος HH).

Frisk Etymology German

τηΰσιος: {tēǘsios}
Forms: dor. ταΰσιος
Meaning: eitel, vergeblich (γ 316 = o 13, h. Ap., Alkm., B., A. R., Theok.); ταύσιμον· μάταιον H. (für -σιον?).
Etymology: Isoliertes poet. Adj. Wenn urspr. trügerisch, von einem Wort für Dieb in aind. tāyú-, aw. tāyu-; das primäre Verb ist in heth. taizzi stehlen, slav., z.B. aksl. tajǫ, -jiti verbergen, verheimlichen erhalten. Nach einer ansprechenden Vermutung von Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 65 hierher auch τεγοῦν· Λυδοὶ τὸν λῃστήν H. (mit γ = j). — Das Suffix -σιος kann direkt an ein Nomen *ταΰς nach Muster von δημόσιος (: δημότης): δῆμος angeschlossen sein (vgl. noch das synonyme ἐτώσιος), ein vermittelndes *ταΰ-τα(ς) (Brugmann IF 11, 105f.) scheint nicht notwendig. Vgl. Bechtel Lex. s.v.; weitere Lit. bei WP. 2, 610, Pok. 1010, Vasmer s. tájna. Vgl. τητάομαι.
Page 2,895-896