τρυσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trusa/nwr
|Beta Code=trusa/nwr
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,</b> (τρύω) [[of a weary man]], αὐδά <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>209</span> (lyr.).
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,</b> (τρύω) [[of a weary man]], αὐδά <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>209</span> (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui fatigue <i>ou</i> épuise l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], ανήρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui fatigue <i>ou</i> épuise l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], ανήρ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσάνωρ Medium diacritics: τρυσάνωρ Low diacritics: τρυσάνωρ Capitals: ΤΡΥΣΑΝΩΡ
Transliteration A: trysánōr Transliteration B: trysanōr Transliteration C: trysanor Beta Code: trusa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l'homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ-άνωρ].

Greek Monotonic

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.

Middle Liddell

τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, τρύω
wearying a man, Soph.