τριβωνικῶς: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=tribwnikw=s | |Beta Code=tribwnikw=s | ||
|Definition=Adv. in the fashion of a [[τρίβων]] (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1132</span>.</span> | |Definition=Adv. in the fashion of a [[τρίβων]] (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1132</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en guise de surtout.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐβωνικῶς''': Ἐπίρρ., τὸν [[τρίβων]]’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ [[τριβωνικῶς]], [[ὥσπερ]] [[τριβώνιον]], Ἀριστοφ. Σφ. 1132. | |lstext='''τρῐβωνικῶς''': Ἐπίρρ., τὸν [[τρίβων]]’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ [[τριβωνικῶς]], [[ὥσπερ]] [[τριβώνιον]], Ἀριστοφ. Σφ. 1132. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:14, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. in the fashion of a τρίβων (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132.
French (Bailly abrégé)
adv.
en guise de surtout.
Étymologie: τρίβων.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβωνικῶς: Ἐπίρρ., τὸν τρίβων’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς, ὥσπερ τριβώνιον, Ἀριστοφ. Σφ. 1132.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].
Greek Monotonic
τρῐβωνικῶς: επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριβωνικῶς [τρίβων] adv., kom. woordspeling op τρίβων sub 1 en 2, op de manier van een versleten jas / geroutineerd.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβωνικῶς: на манер рубища Arph.