τρίγληνος: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à trois prunelles, à trois yeux (Hécate) ; ἕρματα τρίγληνα IL, OD pendants d'oreilles figurant trois prunelles, <i>càd</i> garnis de trois perles.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλήνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίγληνος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ [[γλῆνος]]) ἔχοντα [[τρεῖς]] λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ [[γλήνη]]) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ [[τριοττίς]], μὲ [[τρεῖς]] ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. [[τριόφθαλμος]], ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ». | |lstext='''τρίγληνος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ [[γλῆνος]]) ἔχοντα [[τρεῖς]] λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ [[γλήνη]]) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ [[τριοττίς]], μὲ [[τρεῖς]] ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. [[τριόφθαλμος]], ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, in Hom. as epithet of ear-rings, A ἕρματα τρίγληνα Il. 14.183, Od.18.298: ancient critics (cf. Sch. ad loc.) expld. it (1) from γλήνεα (Il.24.192), = ἀξιοθέατα, or (2) = τρίκοκκα, i. e. with three berry-shaped ornaments, or (3) = ἐκ τριῶν ζῳδίων συγκείμενα, or (4) = τριόφθαλμα, like Att. τριοττίδες; and in other ways. It is prob. formed from γλήνη as τρίκλινος fr. κλίνη, etc., but the sense remains uncertain. II three-eyed, of Hecate, Ath.7.325a.
German (Pape)
[Seite 1141] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois prunelles, à trois yeux (Hécate) ; ἕρματα τρίγληνα IL, OD pendants d'oreilles figurant trois prunelles, càd garnis de trois perles.
Étymologie: τρεῖς, γλήνη.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγληνος: -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ γλῆνος) ἔχοντα τρεῖς λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, ἔνθα ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ γλήνη) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ τριοττίς, μὲ τρεῖς ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. τριόφθαλμος, ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ».
English (Autenrieth)
(γλήνη): with three eyeballs, of ear-rings with three drops or pearls, Il. 14.183 and Od. 18.297. (See cut, from an ancient Greek coin.)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει τρεις στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει τρεις οπές, τρεις οφθαλμούς
2. (για την Εκάτη) αυτή που έχει τρεις οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. δί-γληνος].
Greek Monotonic
τρίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς· έπειτα, λέγεται για τα σκουλαρήκια, αυτά που έχουν τρεις λαμπρούς λίθους, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
τρίγληνος: трехглазый: ἕρματα τρίγληνα Hom. серьги с тремя камешками или подвесками.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίγληνος -ον [τρι -, γλήνη] met drie edelstenen:. ἕρματα oorhangers met drie parels Il. 14.183.
Middle Liddell
τρί-γληνος, ον, γλήνη
with three pupils: then, of earrings, with three bright drops, Hom.