τρίπηχυς: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; [[εἴδωλον]], Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; [[εἴδωλον]], Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εος;<br />long, large, <i>etc.</i> de trois coudées.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πῆχυς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπηχυς''': υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[ὕψος]] τριῶν πήχεων, [[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - [[ὡσαύτως]] τριπήχης, ες, [[πῆχυς]], τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford.
|lstext='''τρίπηχυς''': υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[ὕψος]] τριῶν πήχεων, [[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - [[ὡσαύτως]] τριπήχης, ες, [[πῆχυς]], τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εος;<br />long, large, <i>etc.</i> de trois coudées.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πῆχυς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:17, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπηχυς Medium diacritics: τρίπηχυς Low diacritics: τρίπηχυς Capitals: ΤΡΙΠΗΧΥΣ
Transliteration A: trípēchys Transliteration B: tripēchys Transliteration C: tripichys Beta Code: tri/phxus

English (LSJ)

υ, gen. εος, three cubits long or three cubits tall, ὕπερον τρίπηχυν Hes.Op.423; εἴδωλον τρίπηχυ Hdt.1.51; παλλάδιον τρίπηχυ Apollod.3.12.3; ῥῖνα τρίπηχυν AP11.267; κροκόδιλοι ὅσον τε τριπήχεες Hdt.4.192; κλῳῷ τριπήχει E.Cyc.235; τόξα τριπήχη X.An.4.2.28; καταπάλτας τριπήχεις IG22.1467.53, Plb.5.88.7; ῥάβδους τριπήχεις Dsc.1.100: metaph., ἔπη τριπήχη = three-cubit words, Lat. sesquipedalia verba, Crates Com. 19 (ἐπεὶ codd.Ath.):—also τριπήχης, ες, Hdn.Gr.1.82.

German (Pape)

[Seite 1145] υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; εἴδωλον, Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εος;
long, large, etc. de trois coudées.
Étymologie: τρεῖς, πῆχυς.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπηχυς: υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων μῆκοςὕψος τριῶν πήχεων, τρίπηχυς ὕπερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - ὡσαύτως τριπήχης, ες, πῆχυς, τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
ο τρίπηχος (α. «τρίπηχυς ὕπερος», Ησίοδ.
β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῖοι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πῆχυς (πρβλ. δίπηχυς)].

Greek Monotonic

τρίπηχυς: -υ, γεν. -εος, αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπηχυς -υ, gen. -εος [τρι -, πῆχυς] van drie el, drie el lang.

Russian (Dvoretsky)

τρίπηχυς: 2, gen. υος размером в три пехия (т. е. ок. 1.4 м) Hes., Her., Eur., Xen.

Middle Liddell

τρίπηχυς, υ,
three cubits long or tall, Hdt., attic