ἀηδονιδεύς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0044.png Seite 44]] ὁ, Nachtigallenjunges, Theocr. 15, 121. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0044.png Seite 44]] ὁ, Nachtigallenjunges, Theocr. 15, 121. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />petit rossignol.<br />'''Étymologie:''' [[ἀηδών]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀηδονιδεύς''': έως, ὁ, μικρά, νέα ἀηδὼν (νεογνόν), «ἀηδονάκι», Θεόκρ. 15, 121, κατὰ ποιητ. πληθ. ἀηδονιδῆες, πρβλ. Βαλκ. ἐν τόπῳ (σ. 401Β.)· πρβλ. [[ἀηδόνειος]]. | |lstext='''ἀηδονιδεύς''': έως, ὁ, μικρά, νέα ἀηδὼν (νεογνόν), «ἀηδονάκι», Θεόκρ. 15, 121, κατὰ ποιητ. πληθ. ἀηδονιδῆες, πρβλ. Βαλκ. ἐν τόπῳ (σ. 401Β.)· πρβλ. [[ἀηδόνειος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, young nightingale pl. -ῆες Theoc.15.121 (prob.).
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 cría de ruiseñor Theoc.15.121.
2 fig. obs. coño Archil. en Hsch. (pero cf. ἀηδονίς 3).
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, Nachtigallenjunges, Theocr. 15, 121.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
petit rossignol.
Étymologie: ἀηδών.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδονιδεύς: έως, ὁ, μικρά, νέα ἀηδὼν (νεογνόν), «ἀηδονάκι», Θεόκρ. 15, 121, κατὰ ποιητ. πληθ. ἀηδονιδῆες, πρβλ. Βαλκ. ἐν τόπῳ (σ. 401Β.)· πρβλ. ἀηδόνειος.
Greek Monotonic
ἀηδονιδεύς: -έως, ὁ (ἀηδών), νεογνό αηδόνι, αηδονάκι, σε Θεόκρ.· σε Επικ. πληθ. ἀηδονιδῆες.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδονιδεύς: εως ὁ (pl. ἀηδονιδῆες) птенец соловья Theocr.
Middle Liddell
ἀηδών
a young nightingale, Theocr., in epic pl. ἀηδονιδῆες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀηδονιδεύς -έως, ὁ ἀηδών plur. -ῆες, jonge nachtegaal.