ἀδαημονία: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀδᾰημονίη) -ης, ἡ<br />[[ignorancia]], [[falta de experiencia]] c. inf. ἀμφιπολεύειν ὄρχατον <i>Od</i>.24.244. | |dgtxt=(ἀδᾰημονίη) -ης, ἡ<br />[[ignorancia]], [[falta de experiencia]] c. inf. ἀμφιπολεύειν ὄρχατον <i>Od</i>.24.244. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) : [[ἀδαημονίη]]: [[ignorance]], [[inexpérience]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀδαήμων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδᾰημονία''': ἡ, [[ἀμάθεια]], [[ἀπειρία]], εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, [[ἔνθα]] ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν [[ἄλλην]] γραφὴν ἀδαημοσύνη. | |lstext='''ἀδᾰημονία''': ἡ, [[ἀμάθεια]], [[ἀπειρία]], εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, [[ἔνθα]] ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν [[ἄλλην]] γραφὴν ἀδαημοσύνη. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
Ep. ἀδαημονίη, ἡ, ignorance, inexperience, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. ἀδαημοσύνη).
Spanish (DGE)
(ἀδᾰημονίη) -ης, ἡ
ignorancia, falta de experiencia c. inf. ἀμφιπολεύειν ὄρχατον Od.24.244.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) : ἀδαημονίη: ignorance, inexpérience.
Étymologie: ἀδαήμων.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδᾰημονία: ἡ, ἀμάθεια, ἀπειρία, εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, ἔνθα ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν ἄλλην γραφὴν ἀδαημοσύνη.
Greek Monotonic
ἀδᾰημονία: ἡ, αμάθεια ή απειρία στην εκτέλεση ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[From ἀδαήμων
ignorance or unskilfulness in doing, c. inf., Od.
English (Autenrieth)
want of knowledge, Od. 24.244†.
Russian (Dvoretsky)
ἀδᾰημονίη: ἡ незнание, неумение, неопытность (ποιεῖν τι Hom.).