ἀμφίθυρος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, [[οἶκος]] Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, [[οἶκος]] Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a une porte <i>ou</i> une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θύρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίθῠρος''': -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «[[οἰκία]] ἔχουσα [[ἀμφοτέρωθεν]] θύρας», Ἡσύχ.· [[οἶκος]] Σοφ. Φ. 159· [[οἰκία]] Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, [[πρόδομος]], Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. [[παραπέτασμα]] πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ [[παραπέτασμα]] κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ. | |lstext='''ἀμφίθῠρος''': -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «[[οἰκία]] ἔχουσα [[ἀμφοτέρωθεν]] θύρας», Ἡσύχ.· [[οἶκος]] Σοφ. Φ. 159· [[οἰκία]] Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, [[πρόδομος]], Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. [[παραπέτασμα]] πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ [[παραπέτασμα]] κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A with a door on both sides, with double entrance, οἶκος S.Ph.159; οἰκία Lys.12.15; Boeot. ἀμφιθίουρος, ὁ, as substantive, IG7.2876 (Coronea). II Subst. ἀμφίθυρον, τό, hall, Theoc.14.42.
Spanish (DGE)
(ἀμφίθῠρος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἀμφίθιουρος IG 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.
I de dos puertas οἶκος S.Ph.159, Plu.Num.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.Am.13, σταθμοί Nonn.D.3.135.
II subst.
1 ὁ ἀ. puerta trasera op. τὸ πρόθιουρον IG l.c., Poll.1.76.
2 τὸ ἀ. vestíbulo o entrada Theoc.14.42.
3 τὸ ἀ. cortina, cortinón en la entrada de una casa, Chrys.M.58.750, del velo del Templo de Jerusalén, Chrys.M.61.539.
German (Pape)
[Seite 139] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une porte ou une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, θύρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίθῠρος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας», Ἡσύχ.· οἶκος Σοφ. Φ. 159· οἰκία Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, πρόδομος, Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. παραπέτασμα πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ παραπέτασμα κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.
Greek Monolingual
ἀμφίθυρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές
2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον
α) προθάλαμος, πρόδομος
β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα του ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα (αλλ. βήλον ή βημόθυρον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θύρα.
Greek Monotonic
ἀμφίθῠρος: -ον (θύρα),
I. αυτός που έχει διπλή είσοδο, σε Σοφ.
II. ως ουσ., ἀμφίθυρον, τό, διάδρομος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίθῠρος: имеющий двери (выходы или входы) с обеих сторон, проходной (οἶκος Soph., Plut.; οἰκία Lys., Plut.).
Middle Liddell
θύρα
I. with double entrance, Soph.
II. as substantive, ἀμφίθυρον, τό, a hall, Theocr.