ἀμφικύπελλος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">1</b> [[de dos copas]], [[δέπας]] ἀ. prob. formado por dos recipientes unidos por su base o bien lateralmente, usado en banquetes y libaciones <i>Il</i>.1.584, 9.656, <i>Od</i>.3.63, 8.89, 20.153, 22.86<br /><b class="num">•</b>usado como objeto de regalo o premio <i>Il</i>.6.220, 23.656, 663, <i>Od</i>.15.102, 120<br /><b class="num">•</b>subst. ἀμφικύπελλα comparando las ἀμφίστομοι θυρίδες de las abejas c. estas copas dobles, Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>9.<br /><b class="num">2</b> prob. (según Aristarco) [[de dos asas]] [[δέπας]] en una escena de sacrificio <i>Il</i>.23.219, seguro Κνώσσιον ἀμφικύπελλον ... [[δέπας]] Nonn.<i>D</i>.37.83, pero cf. Ath.783b (post 466c). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">1</b> [[de dos copas]], [[δέπας]] ἀ. prob. formado por dos recipientes unidos por su base o bien lateralmente, usado en banquetes y libaciones <i>Il</i>.1.584, 9.656, <i>Od</i>.3.63, 8.89, 20.153, 22.86<br /><b class="num">•</b>usado como objeto de regalo o premio <i>Il</i>.6.220, 23.656, 663, <i>Od</i>.15.102, 120<br /><b class="num">•</b>subst. ἀμφικύπελλα comparando las ἀμφίστομοι θυρίδες de las abejas c. estas copas dobles, Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>9.<br /><b class="num">2</b> prob. (según Aristarco) [[de dos asas]] [[δέπας]] en una escena de sacrificio <i>Il</i>.23.219, seguro Κνώσσιον ἀμφικύπελλον ... [[δέπας]] Nonn.<i>D</i>.37.83, pero cf. Ath.783b (post 466c). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />(vase) à double coupe, <i>càd dont le pied évasé forme une coupe comme la partie supérieure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κύπελλον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφικύπελλος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[δέπας]] ἀμφικύπελλον, δικύπελλον [[ποτήριον]], τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ [[κύπελλον]] [[ἑκατέρωθεν]], «[[ἔκπωμα]] [[ἀμφοτέρωθεν]] κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. [[ἀμφίθετος]], [[ἀμφίδυσις]], [[περίποτος]]). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ. | |lstext='''ἀμφικύπελλος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[δέπας]] ἀμφικύπελλον, δικύπελλον [[ποτήριον]], τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ [[κύπελλον]] [[ἑκατέρωθεν]], «[[ἔκπωμα]] [[ἀμφοτέρωθεν]] κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. [[ἀμφίθετος]], [[ἀμφίδυσις]], [[περίποτος]]). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, in Hom. always δέπας ἀ. double cup, such as forms a κύπελλον both at top and bottom, Il.1.584,al.: ἀμφικύπελλα are compared with the cell of a honeycomb, as possessing ἀμφίστομοι θυρίδες, Arist.HA624a9; but acc. to Aristarch., two-handled, cf. Ath. 11.783b (post 11.466c).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de dos copas, δέπας ἀ. prob. formado por dos recipientes unidos por su base o bien lateralmente, usado en banquetes y libaciones Il.1.584, 9.656, Od.3.63, 8.89, 20.153, 22.86
•usado como objeto de regalo o premio Il.6.220, 23.656, 663, Od.15.102, 120
•subst. ἀμφικύπελλα comparando las ἀμφίστομοι θυρίδες de las abejas c. estas copas dobles, Arist.HA 624a9.
2 prob. (según Aristarco) de dos asas δέπας en una escena de sacrificio Il.23.219, seguro Κνώσσιον ἀμφικύπελλον ... δέπας Nonn.D.37.83, pero cf. Ath.783b (post 466c).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(vase) à double coupe, càd dont le pied évasé forme une coupe comme la partie supérieure.
Étymologie: ἀμφί, κύπελλον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικύπελλος: -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε δέπας ἀμφικύπελλον, δικύπελλον ποτήριον, τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ κύπελλον ἑκατέρωθεν, «ἔκπωμα ἀμφοτέρωθεν κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. ἀμφίθετος, ἀμφίδυσις, περίποτος). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.
Greek Monolingual
ἀμφικύπελλος, -ον (Α)
1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «δέπας ἀμφικύπελλον», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στη βάση του
2. κατά τον Αρίσταρχο, έτσι ονομάζεται το κύπελλο που έχει δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κύπελλον.
Greek Monotonic
ἀμφικύπελλος: -ον, στον Όμηρ. ἀμφικύπελλον δέπας, διπλό κύπελλο, δηλ. αυτό που αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στον πάτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἀμφίθετος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικύπελλος: с двухсторонней полостью, двойной (δέπας Hom.).
Middle Liddell
[cf. ἀμφίθετος.]
in Hom. ἀμφικύπελλον δέπας, a double cup, i. e. one that forms a cup both at top and bottom, Il., etc.