ἀμφιπέλομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[πέλομαι]]), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[πέλομαι]]), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />se trouver <i>ou</i> flotter autour de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πέλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιπέλομαι''': ἀποθ. [[ὑπάρχω]], εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.
|lstext='''ἀμφιπέλομαι''': ἀποθ. [[ὑπάρχω]], εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />se trouver <i>ou</i> flotter autour de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πέλομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπέλομαι Medium diacritics: ἀμφιπέλομαι Low diacritics: αμφιπέλομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΛΟΜΑΙ
Transliteration A: amphipélomai Transliteration B: amphipelomai Transliteration C: amfipelomai Beta Code: a)mfipe/lomai

English (LSJ)

hover, float around, of music, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται Od.1.352; encompass, Sammelb.5829.16.

Spanish (DGE)

encontrarse alrededor, rodear (ἀοιδή) ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται (el canto) que resulte más nuevo a quienes lo escuchan, Od.1.352, ἀμφιπέλοιτο κόνις SB 5829.16.

German (Pape)

[Seite 141] (s. πέλομαι), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
se trouver ou flotter autour de, τινι.
Étymologie: ἀμφί, πέλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπέλομαι: ἀποθ. ὑπάρχω, εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.

English (Autenrieth)

be about one, ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, the newest song to ‘meet their ears,’ Od. 1.352†. Cf. ἀμφιέρχομαι.

Greek Monolingual

ἀμφιπέλομαι (Α)
(για μουσική)
περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»].

Greek Monotonic

ἀμφιπέλομαι: αποθ., λέγεται για μουσική, ηχώ τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπέλομαι: носиться вокруг, кружиться (τινι Hom.).

Middle Liddell


Dep. to float around, of music, Od.