ἀμετάβατος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] intransitivum, [[ῥῆμα]], Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] intransitivum, [[ῥῆμα]], Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταβαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ. | |lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A not changing place, stationary, ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.in Ph.611.5. Adv. -τως without transition, ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.Inst.52, cf. Simp. in Ph.1162.6. 2 Gramm., intransitive, ῥῆμα A.D.Pron.44.12, al. Adv. -τως intransitively, Sch.Ar.Pl. 158. II Pass., incapable of being traversed, i.e. unextended, Epicur. Ep.1p.18U.
Spanish (DGE)
-ον
I fil.
1 inmóvil (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' ἀκίνητος οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.in Ph.611.5.
2 inmutable c. abstr. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ Procl.in Euc.214.1, Simp.in Ph.1162.6, cf. Procl.in Ti.2.243.19, ζωή Simp.in Ph.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.in Cat.100.8.
3 subst. impenetrabilidad ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad Epicur.Ep.[2] 59.8.
II gram.
1 del pronombre reflexivo op. τὰ μεταβατικά A.D.Pron.44.12, ἡ ἀ. κατὰ τὸ πρόσωπον ἀντωνυμία Sch.D.T.88.31.
2 del verbo intransitivo ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.Inst.552.25.
III adv. -ως
1 fil. sin transición ἀκινήτως καὶ ἀ. sin movimiento ni transición Procl.Inst.52.
2 gram. intransitivamente Sch.Ar.Pl.142, 158.
German (Pape)
[Seite 122] intransitivum, ῥῆμα, Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de gramm. intransitif.
Étymologie: ἀ, μεταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάβᾰτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβατον ῥῆμα Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.