ἀναρριχάομαι: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀναρρῐχάομαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [aum. ἀνηρρ- Sud., <i>EM</i> 99.19G.]<br /><b class="num">1</b> [[trepar]] ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic.197, εἰς τὸν οὐρανόν Ar.<i>Pax</i> 70, cf. Philostr.<i>Im</i>.2.28, Ael.<i>NA</i> 7.24<br /><b class="num">•</b>de un borracho ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.<i>Lex</i>.8.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[subir]], [[escalar]] τοὺς ἀναβασμοὺς ... τοῖς γόνασιν D.C.43.21.2, τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20.10. | |dgtxt=(ἀναρρῐχάομαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [aum. ἀνηρρ- Sud., <i>EM</i> 99.19G.]<br /><b class="num">1</b> [[trepar]] ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic.197, εἰς τὸν οὐρανόν Ar.<i>Pax</i> 70, cf. Philostr.<i>Im</i>.2.28, Ael.<i>NA</i> 7.24<br /><b class="num">•</b>de un borracho ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.<i>Lex</i>.8.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[subir]], [[escalar]] τοὺς ἀναβασμοὺς ... τοῖς γόνασιν D.C.43.21.2, τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20.10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἀνερριχώμην, <i>f.</i> ἀναρριχήσομαι, <i>ao.</i> ἀνερριχησάμην, <i>pf. inus.</i><br />se hisser avec les mains <i>ou</i> les pieds, grimper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ῥιχάομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναρρῐχάομαι''': παρατ. ἀνερριχώμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 70, Ἀρισταίν. 1. 20: μέλλ. -ήσομαι Πολυδ.5.82: ἀόρ. ἀνερριχησάμην Δίων Κ. 43. 21: - παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἐτυμολ. Μ. οἱ δεχόμενοι αὔξησιν χρόνοι γράφονται ἀνηρρ-, καὶ [[οὗτος]] ἀληθῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ὁ κανονικὸς [[σχηματισμός]], ἀφοῦ τὸ ἁπλοῦν [[εἶναι]] [[ἀρριχάομαι]], Ἱππῶναξ 97, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14· ἴδε Δινδορφ. Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - [[ἐνίοτε]] γράφεται δι’ ἑνὸς ρ, Α. Β. 19, 55, καὶ ἐν χειρογρ. Ἀριστοτέλ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀναβαίνω μεταχειριζόμενος χεῖρας καὶ πόδας, [[ἀνέρπω]] τρόπον τινά, «σκαλώνω» ἢ «σκαρφαλώνω», ἀναρριχῶνται δὲ [[ὥσπερ]] οἱ πίθηκοι ἐπ’ [[ἄκρα]] τὰ δέντρα Ἑλλάνικ. 178: ἀν. εἰς οὐρανὸν ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς π.χ. τῷ Φιλοστρ. 853, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24, 10. 29, Ἀρισταίν. 1. 3, Λιβαν., κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀναρρ. Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν τοῖχον Ἀρισταίν. 1. 20: - Ἡ [[λέξις]] χλευάζεται ὡς ἀπηρχαιωμένη ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ὅλως]] [[ἀσαφής]]). | |lstext='''ἀναρρῐχάομαι''': παρατ. ἀνερριχώμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 70, Ἀρισταίν. 1. 20: μέλλ. -ήσομαι Πολυδ.5.82: ἀόρ. ἀνερριχησάμην Δίων Κ. 43. 21: - παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἐτυμολ. Μ. οἱ δεχόμενοι αὔξησιν χρόνοι γράφονται ἀνηρρ-, καὶ [[οὗτος]] ἀληθῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ὁ κανονικὸς [[σχηματισμός]], ἀφοῦ τὸ ἁπλοῦν [[εἶναι]] [[ἀρριχάομαι]], Ἱππῶναξ 97, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14· ἴδε Δινδορφ. Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - [[ἐνίοτε]] γράφεται δι’ ἑνὸς ρ, Α. Β. 19, 55, καὶ ἐν χειρογρ. Ἀριστοτέλ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀναβαίνω μεταχειριζόμενος χεῖρας καὶ πόδας, [[ἀνέρπω]] τρόπον τινά, «σκαλώνω» ἢ «σκαρφαλώνω», ἀναρριχῶνται δὲ [[ὥσπερ]] οἱ πίθηκοι ἐπ’ [[ἄκρα]] τὰ δέντρα Ἑλλάνικ. 178: ἀν. εἰς οὐρανὸν ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς π.χ. τῷ Φιλοστρ. 853, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24, 10. 29, Ἀρισταίν. 1. 3, Λιβαν., κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀναρρ. Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν τοῖχον Ἀρισταίν. 1. 20: - Ἡ [[λέξις]] χλευάζεται ὡς ἀπηρχαιωμένη ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ὅλως]] [[ἀσαφής]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:15, 2 October 2022
English (LSJ)
impf. ἀνερριχώμην Ar.Pax70, Aristaenet.1.20: fut. -ήσομαι Poll.5.82: aor. ἀνερριχησάμην D.C.43.21:—in Suid. and EM the augm. tenses are written ἀνηρριχάομαι, cf. ἀρριχάομαι:— clamber up with the hands and feet, scramble up, ἀ. ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic. 197 J.; ἀναρριχάομαι εἰς οὐρανόν Ar.l. c.; also in late Prose, Philostr.Im.2.28, Ael.NA7.24, 10.29, Aristaenet.1.3, Lib. Or.18.238, etc.: rarely c. acc., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀ. D.C. l. c.; τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20 (s.v.l., <πρὸς> add. Pierson):—ridiculed as obsolete by Luc.Lex.8.
Spanish (DGE)
(ἀναρρῐχάομαι)
• Morfología: [aum. ἀνηρρ- Sud., EM 99.19G.]
1 trepar ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic.197, εἰς τὸν οὐρανόν Ar.Pax 70, cf. Philostr.Im.2.28, Ael.NA 7.24
•de un borracho ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.Lex.8.
2 c. ac. subir, escalar τοὺς ἀναβασμοὺς ... τοῖς γόνασιν D.C.43.21.2, τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20.10.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. ἀνερριχώμην, f. ἀναρριχήσομαι, ao. ἀνερριχησάμην, pf. inus.
se hisser avec les mains ou les pieds, grimper.
Étymologie: ἀνά, ῥιχάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρῐχάομαι: παρατ. ἀνερριχώμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 70, Ἀρισταίν. 1. 20: μέλλ. -ήσομαι Πολυδ.5.82: ἀόρ. ἀνερριχησάμην Δίων Κ. 43. 21: - παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἐτυμολ. Μ. οἱ δεχόμενοι αὔξησιν χρόνοι γράφονται ἀνηρρ-, καὶ οὗτος ἀληθῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ κανονικὸς σχηματισμός, ἀφοῦ τὸ ἁπλοῦν εἶναι ἀρριχάομαι, Ἱππῶναξ 97, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14· ἴδε Δινδορφ. Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἐνίοτε γράφεται δι’ ἑνὸς ρ, Α. Β. 19, 55, καὶ ἐν χειρογρ. Ἀριστοτέλ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀναβαίνω μεταχειριζόμενος χεῖρας καὶ πόδας, ἀνέρπω τρόπον τινά, «σκαλώνω» ἢ «σκαρφαλώνω», ἀναρριχῶνται δὲ ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ’ ἄκρα τὰ δέντρα Ἑλλάνικ. 178: ἀν. εἰς οὐρανὸν ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς π.χ. τῷ Φιλοστρ. 853, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24, 10. 29, Ἀρισταίν. 1. 3, Λιβαν., κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀναρρ. Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν τοῖχον Ἀρισταίν. 1. 20: - Ἡ λέξις χλευάζεται ὡς ἀπηρχαιωμένη ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8. (Ἡ ἐτυμολογία ὅλως ἀσαφής).
Greek Monotonic
ἀναρρῐχάομαι: παρατ. ἀνερριχώμην, ανεβαίνω με τα χέρια και τα πόδια, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀναρρῐχάομαι: карабкаться, взбираться (εἰς τὸν οὐρανόν Arph.; ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: climb with hands and feet (Ar.)
Other forms: also ἀρριχάομαι (Hippon.; by Lucian called obsolete; perhaps shortened from ἀναρρ-.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Solmsen IF 13, 132ff.; Ehrlich Betonung 53.
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
to clamber up with the hands and feet, scramble up, Ar.
Frisk Etymology German
ἀναρριχάομαι: {ana-rrikháomai}
Forms: auch ἀρριχάομαι (Hellanik., Ar., später Prosa; von Lukian als veraltetverpönt). Davon ἀναρρίχησις das Emporklettern (Arist.).
Grammar: v.
Meaning: mit Händen und Füßen emporklettern,
Etymology: Iterativ-intensive Ableitung von einem verschollenen primären Verb ohne sichere Entsprechungen. Unhaltbar Solmsen IF 13, 132ff.; vgl. noch Ehrlich Betonung 53.
Page 1,103