ἀναρμοστία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] ἡ, das Nichtzusammenpassen, Unangemessenheit, Ggstz von [[ἁρμονία]], Plat. Phaed. 93 e; neben [[ἀῤῥυθμία]] Rep. III, 401 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] ἡ, das Nichtzusammenpassen, Unangemessenheit, Ggstz von [[ἁρμονία]], Plat. Phaed. 93 e; neben [[ἀῤῥυθμία]] Rep. III, 401 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />défaut d'accord, manque d'harmonie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάρμοστος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναρμοστία''': ἡ, παραφωνία, ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἀντίθετον τῷ [[ἁρμονία]], Πλάτ. Φαίδων 93C, Ε, καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀναρμοστία''': ἡ, παραφωνία, ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἀντίθετον τῷ [[ἁρμονία]], Πλάτ. Φαίδων 93C, Ε, καὶ ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, discord, of musical sounds, Id.Phd.03c, 03e, al.: metaph., Dam.Pr.341.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 desacuerdo, falta de armonía ἐν τᾷ ψυχᾷ Theag.1, φθείρεσθαι τὸ ἡρμοσμένον εἰς ἀναρμοστίαν ... τὴν ἀντικειμένην Arist.Ph.188b14, εἶναι ... ἀναρμοστίαν δὲ τὴν κακίαν Plot.3.6.2, cf. Pl.Phd.93c, Ep.344d, Plu.2.746c, Ph.1.5, 2.296, Dam.Pr.341, Procl.in Alc.58, Meth.Symp.3.7.
2 discordancia musical ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία Pl.R.401a.
German (Pape)
[Seite 205] ἡ, das Nichtzusammenpassen, Unangemessenheit, Ggstz von ἁρμονία, Plat. Phaed. 93 e; neben ἀῤῥυθμία Rep. III, 401 a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut d'accord, manque d'harmonie.
Étymologie: ἀνάρμοστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρμοστία: ἡ, παραφωνία, ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἀντίθετον τῷ ἁρμονία, Πλάτ. Φαίδων 93C, Ε, καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀναρμοστία) ανάρμοστος
1. το να είναι κανείς ανάρμοστος, αταίριαστος
2. (για ήχο) παραφωνία, δυσαρμονία.
Greek Monotonic
ἀναρμοστία: ἡ, ασυμφωνία, παραφωνία, λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρμοστία: ἡ нескладность, неслаженность, нестройность Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
[From ἀνάρμοστος.]
discord, of musical sounds, Plat.