ἀντιθήγω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0252.png Seite 252]] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0252.png Seite 252]] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.
}}
{{bailly
|btext=exciter contre <i>ou</i> à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[θήγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιθήγω''': ἀντακονίζω, ἀκονίζω [[ἐναντίον]] ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ [[παράσιτος]] ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.
|lstext='''ἀντιθήγω''': ἀντακονίζω, ἀκονίζω [[ἐναντίον]] ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ [[παράσιτος]] ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.
}}
{{bailly
|btext=exciter contre <i>ou</i> à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[θήγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιθήγω Medium diacritics: ἀντιθήγω Low diacritics: αντιθήγω Capitals: ΑΝΤΙΘΗΓΩ
Transliteration A: antithḗgō Transliteration B: antithēgō Transliteration C: antithigo Beta Code: a)ntiqh/gw

English (LSJ)

whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51.

Spanish (DGE)

afilar a su vez ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.Par.51.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.

French (Bailly abrégé)

exciter contre ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, θήγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιθήγω: ἀντακονίζω, ἀκονίζω ἐναντίον ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.

Greek Monolingual

ἀντιθήγω (Α)
ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντιθήγω: μέλ. -ξω, ακονίζω πάνω σε κάτι, ὀδόντας ἐπί τινα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιθήγω: в свою очередь точить (τὸν ὀδόντα ἐπί τινα Luc.).

Middle Liddell


to whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.