ἀποκοτταβίζω: Difference between revisions
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] die letzten Tropfen Weins aus dem Becher auf die Erde oder in ein ehernes Becken werfen, daß es klatscht, Xen. Hell. 2, 3, 56; vgl. Ath. XV, 655 e ff u. s. [[κότταβος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] die letzten Tropfen Weins aus dem Becher auf die Erde oder in ein ehernes Becken werfen, daß es klatscht, Xen. Hell. 2, 3, 56; vgl. Ath. XV, 655 e ff u. s. [[κότταβος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> jeter le fond d'une coupe à terre <i>ou</i> dans un vase, de manière à faire du bruit comme au jeu du cottabe;<br /><b>2</b> vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κοτταβίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκοττᾰβίζω''': [[ἀπορρίπτω]], [[ἀποτινάσσω]] τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην [[οὕτως]] [[ὥστε]] πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ [[ποτήριον]] ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. [[κότταβος]] καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν [[οὕτως]] [[ὥστε]] ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294. | |lstext='''ἀποκοττᾰβίζω''': [[ἀπορρίπτω]], [[ἀποτινάσσω]] τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην [[οὕτως]] [[ὥστε]] πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ [[ποτήριον]] ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. [[κότταβος]] καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν [[οὕτως]] [[ὥστε]] ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 2 October 2022
English (LSJ)
A dash out the last drops of wine, as in playing at the cottabus, X.HG2.3.56, cf. Ath.15.665e. 2 metaph., vomit, Herod. Med. ap. Orib.10.8.12.
Spanish (DGE)
(ἀποκοττᾰβίζω) 1 jugar al cótabo οἱ ἀποκοτταβίζοντες Ath.665d
•οἱ Ἀποκοτταβίζοντες Los jugadores de cótabo tít. de una comedia de Amipsias, Ath.666a.
2 fig. arrojar el resto de una copa de vino en un brindis, X.HG 2.3.56, Teles 2 p.17.9
•en medic. vomitar Herod.Med. en Orib.10.8.12.
German (Pape)
[Seite 308] die letzten Tropfen Weins aus dem Becher auf die Erde oder in ein ehernes Becken werfen, daß es klatscht, Xen. Hell. 2, 3, 56; vgl. Ath. XV, 655 e ff u. s. κότταβος.
French (Bailly abrégé)
1 jeter le fond d'une coupe à terre ou dans un vase, de manière à faire du bruit comme au jeu du cottabe;
2 vomir.
Étymologie: ἀπό, κοτταβίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοττᾰβίζω: ἀπορρίπτω, ἀποτινάσσω τὸ λειπόμενον πόμα τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην οὕτως ὥστε πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ ποτήριον ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. κότταβος καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον πόμα τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν οὕτως ὥστε ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294.
Greek Monolingual
ἀποκοτταβίζω (Α)
1. εκτοξεύω ό,τι έχει απομείνει στο ποτήρι του κρασιού, παίζω κότταβο
2. φτύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από - + κοτταβίζω «παίζω τον κότταβο, φτύνω»].
Greek Monotonic
ἀποκοττᾰβίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, τινάζω στη γη ή σε χάλκινη λεκάνη τις τελευταίες σταγόνες του κρασιού από το ποτήρι ώστε πέφτοντας να παραγάγει χαρακτηριστικό ήχο, όπως συνέβαινε στο παιχνίδι του κοττάβου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκοττᾰβίζω: (ср. κότταβος) с шумом выплескивать остаток вина из чаши Xen.
Middle Liddell
to dash out the last drops of wine, as in playing at the cottabus, Xen.