ἀπότασις: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] ἡ, Ausdehnung, ποδῶν Plut.; Verlängerung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] ἡ, Ausdehnung, ποδῶν Plut.; Verlängerung.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπότᾰσις''': -εως, ἡ, [[παράτασις]], ἐπὶ ἤχου, ὅσων ἐστὶν ἀπ. τῆς φωνῆς, ὅ ἐ. ὅσων ἀποτείνεται ἡ [[φωνή]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 8, πρβλ. π. Ψυχ. 2. 8, 9. 2) ἐξάπλωμα, τέντωμα, τῶν ποδῶν Πλούτ. 2. 670C· [[τέτανος]] ἡ ἐς εὐθὺ [[ἀπότασις]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 3) ὁ σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπει ὁ [[συγγραφεύς]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1070, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 113.
|lstext='''ἀπότᾰσις''': -εως, ἡ, [[παράτασις]], ἐπὶ ἤχου, ὅσων ἐστὶν ἀπ. τῆς φωνῆς, ὅ ἐ. ὅσων ἀποτείνεται ἡ [[φωνή]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 8, πρβλ. π. Ψυχ. 2. 8, 9. 2) ἐξάπλωμα, τέντωμα, τῶν ποδῶν Πλούτ. 2. 670C· [[τέτανος]] ἡ ἐς εὐθὺ [[ἀπότασις]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 3) ὁ σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπει ὁ [[συγγραφεύς]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1070, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 113.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότᾰσις Medium diacritics: ἀπότασις Low diacritics: απότασις Capitals: ΑΠΟΤΑΣΙΣ
Transliteration A: apótasis Transliteration B: apotasis Transliteration C: apotasis Beta Code: a)po/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A lengthening, prolongation, ὅσων ἔστιν ἀ. τῆς φωνῆς, i.e. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Arist.HA545a17. cf. de An.420b8. 2 stretching out, τῆς χειρός Sor.1.101; τῶν ποδῶν Plu.2.670d; τετάνου ἴδιον ἡ ἐς εὐθὺ ἀ. Aret.SA1.6. 3 distension, of the breast, Sor.1.87. 4 reference, ἡ ἀ. πρὸς Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070, cf. A.D.Synt.35.28,al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1extensión, prolongación τῆς φωνῆς Arist.HA 545a17
emisión de voz ἀπότασιν ἔχει Arist.de An.420b8
extensión τῆς δεξιᾶς χειρός Sor.77.11, cf. Aret.SA 1.6.5.
2 distensión del pecho, Sor.65.29.
II referencia ἡ ἀ. πρὸς τὴν Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070P., πρὸς τὸ ὅλον A.D.Synt.35.27, cf. 113.5, 20.

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Ausdehnung, ποδῶν Plut.; Verlängerung.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
allongement.
Étymologie: ἀποτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότᾰσις: -εως, ἡ, παράτασις, ἐπὶ ἤχου, ὅσων ἐστὶν ἀπ. τῆς φωνῆς, ὅ ἐ. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 8, πρβλ. π. Ψυχ. 2. 8, 9. 2) ἐξάπλωμα, τέντωμα, τῶν ποδῶν Πλούτ. 2. 670C· τέτανος ἡ ἐς εὐθὺ ἀπότασις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 3) ὁ σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπει ὁ συγγραφεύς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1070, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 113.

Greek Monolingual

ἀπότασις, η (Α) αποτείνω
1. έκταση, τέντωμα, άπλωμα
2. (για ήχο) παράταση, διάρκεια
3. το να αποτείνεται, να απευθύνει κανείς τον λόγο σε κάποιον
4. ιατρ. διόγκωση.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότᾰσις: εως ἡ
1) вытягивание (ποδῶν Plut.);
2) удлинение, продление (φωνῆς Arst.).