ἀποσφακελίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσθη erkl. wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσθη erkl. wird.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se gangrener;<br /><b>2</b> être épileptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφακελίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσφᾰκελίζω''': ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ [[ἀποθνήσκω]], ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. [[σφάκελος]].
|lstext='''ἀποσφᾰκελίζω''': ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ [[ἀποθνήσκω]], ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. [[σφάκελος]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se gangrener;<br /><b>2</b> être épileptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφακελίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφᾰκελίζω Medium diacritics: ἀποσφακελίζω Low diacritics: αποσφακελίζω Capitals: ΑΠΟΣΦΑΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: aposphakelízō Transliteration B: aposphakelizō Transliteration C: aposfakelizo Beta Code: a)posfakeli/zw

English (LSJ)

A to have one's limbs frost-bitten and mortified, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀ. Hdt.4.28, cf. Ar.Fr.424. II fall into convulsions, Plu.Lyc.16.

Spanish (DGE)

(ἀποσφᾰκελίζω) 1 padecer gangrena por congelación ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Hdt.4.28, s. cont. en Ar.Fr.436.
2 sufrir convulsiones Plu.Lyc.16.

German (Pape)

[Seite 328] den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσθη erkl. wird.

French (Bailly abrégé)

1 se gangrener;
2 être épileptique.
Étymologie: ἀπό, σφακελίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφᾰκελίζω: ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ ἀποθνήσκω, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. σφάκελος.

Greek Monolingual

ἀποσφακελίζω (Α)
1. παθαίνω κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα μέλη μου
2. καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + σφακελίζω «υποφέρω από γάγγραινα»].

Greek Monotonic

ἀποσφᾰκελίζω: μέλ. -σω·
I. πεθαίνω εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από γάγγραινα, σε Ηρόδ.
II. καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, σφαδάζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφᾰκελίζω:
1) заболевать сухой гангреной Her.;
2) страдать падучей болезнью Plut.

Middle Liddell


I. to have the limbs frost-bitten, Hdt.
II. to fall into convulsions, Plut.