ἀσοφία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />folie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσοφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσοφία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] σοφίας, [[ἀνοησία]], [[μωρία]], Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ [[ἀσοφία]]».
|lstext='''ἀσοφία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] σοφίας, [[ἀνοησία]], [[μωρία]], Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ [[ἀσοφία]]».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />folie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσοφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσοφία Medium diacritics: ἀσοφία Low diacritics: ασοφία Capitals: ΑΣΟΦΙΑ
Transliteration A: asophía Transliteration B: asophia Transliteration C: asofia Beta Code: a)sofi/a

English (LSJ)

ἡ, folly, stupidity, Plu.Pyrrh.29, Luc.Astr.2; rejected by Poll.4.13.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Luc.Astr.2
ignorancia, necedad ἀσοφίαν πολλήν Plu.Pyrrh.29, ἀμουσίη ... ἀ. Luc.l.c., cf. Poll.4.13, Pall.V.Chrys.20 p.146.

German (Pape)

[Seite 372] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
folie.
Étymologie: ἄσοφος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσοφία: ἡ, ἔλλειψις σοφίας, ἀνοησία, μωρία, Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ ἀσοφία».

Greek Monolingual

ἀσοφία, η (Α) άσοφος
η έλλειψη σοφίας, η μωρία, η απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀσοφία: ἡ, απερισκεψία, ηλιθιότητα, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσοφία:безумие, глупость Plut., Luc.

Middle Liddell

ἄσοφος
unwisdom, stupidity, Plut., Luc.