ἐγκρούω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] (s. [[κρούω]]), ein-, anschlagen, παττάλους Ar. Vesp. 130; εἰς τὰ ὑποδήματα ἥλους Theophr. Char. 4; ἀκρὶς – ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας, die Flügel an die Füße schlagend, Mel. 112 (VII, 195). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] (s. [[κρούω]]), ein-, anschlagen, παττάλους Ar. Vesp. 130; εἰς τὰ ὑποδήματα ἥλους Theophr. Char. 4; ἀκρὶς – ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας, die Flügel an die Füße schlagend, Mel. 112 (VII, 195). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> enfoncer (des clous, <i>etc.</i>) en frappant;<br /><b>2</b> danser en mesure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κρούω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκρούω''': μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ [[ἐγκροτέω]] καὶ [[ἐγκατακρούω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 374. | |lstext='''ἐγκρούω''': μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ [[ἐγκροτέω]] καὶ [[ἐγκατακρούω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 374. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A knock or hammer in, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.130; ἥλους εἰς τὰ ὑποδήματα Thphr.Char.4.13; strike, ἐγκρούουσα ποσσὶ λάλους πτέρυγας, of the locust, AP7.195.4 (Mel.). II dance, Ar. Ra.374.
Spanish (DGE)
I intr.
1 golpear rítmicamente con los pies al marchar al compás πᾶς ... ἐγκρούων κἀπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλευάζων Ar.Ra.374.
2 en v. med. dar empujones del público en los baños, Epict.Ench.4.
II tr.
1 clavar c. ac. y giro c. prep. παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.130, εἰς τὰ ὑποδήματα δὲ ἥλους ἐγκροῦσαι Thphr.Char.4.15, ἐὰν ... τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς μου ... ἐγκρούσῃς ἐν τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον LXX Id.16.13, en v. pas. πάσσαλοι ἐγκεκρούσθωσαν ὀρθοί Hero Dioptr.18.
2 golpear c. ac. y dat. instrum. ἀκρὶς ... ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας para producir el canto según Meleagro AP 7.195 (Mel.), c. compl. prep. ἐὰν ... εἰς τὴν γῆν ἐγκρούῃ τὴν κεφαλήν síntoma de un caballo enfermo Hippiatr.29.7
•abs. como glosa a ἐμπλῆξαι Eust.893.12, a ἐμπρίει Sch.Opp.H.5.186.
German (Pape)
[Seite 710] (s. κρούω), ein-, anschlagen, παττάλους Ar. Vesp. 130; εἰς τὰ ὑποδήματα ἥλους Theophr. Char. 4; ἀκρὶς – ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας, die Flügel an die Füße schlagend, Mel. 112 (VII, 195).
French (Bailly abrégé)
1 enfoncer (des clous, etc.) en frappant;
2 danser en mesure.
Étymologie: ἐν, κρούω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρούω: μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ ἐγκροτέω καὶ ἐγκατακρούω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 374.
Greek Monolingual
ἐγκρούω (Α)
1. καρφώνω
2. χορεύω.
Greek Monotonic
ἐγκρούω: μέλ. -σω·
I. κτυπώ, καρφώνω μέσα, μπήγω, σε Αριστοφ.· πλήττω, κτυπώ, σε Ανθ.
II. χορεύω, ορχούμαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκρούω:
1) вбивать, вколачивать (παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Arph.);
2) ударять (τινί τι Anth.);
3) плясать (ἐγκρούων καὶ παίζων Arph.).
Middle Liddell
fut. σω
I. to knock or hammer in, Ar.: to strike, Anth.
II. to dance, Ar.