ἐμπόδισμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />obstacle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπόδισμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἐμπόδισμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, impediment, hindrance, Pl.Plt.295b, D.3.4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
impedimento, obstáculo, estorbo c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.Plt.295b, cf. Phlb.63d, D.3.7, Lib.Or.46.34, Ep.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.Pers.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.Nou.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων ἐμπόδισμα Gal.3.175, cf. Pl.Cra.413d, Philostr.VS 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.Edict.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte I.AI 17.95, cf. Procop.Pers.2.24.7.
German (Pape)
[Seite 815] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐμποδίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόδισμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)
εμπόδιση
μσν.
1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή
2. φυσικό ελάττωμα
3. άρνηση.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπόδισμα: ατος τό препятствие, помеха (τινος Plat., Dem.).