ἐπίμομφος: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] tadelnswerth, περαίνων ἐπίμομφον ἄταν Aesch. Ch. 817, vgl. Ag. 539 τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τάδ' [[αὖτε]] ἐπίμ., d. i. ungünstig, womit man nicht zufrieden ist. – Aber [[ἐπίμομφος]] εἶ φίλοις, = ἐπιμέμφει, Eur. Rhes. 327.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] tadelnswerth, περαίνων ἐπίμομφον ἄταν Aesch. Ch. 817, vgl. Ag. 539 τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τάδ' [[αὖτε]] ἐπίμ., d. i. ungünstig, womit man nicht zufrieden ist. – Aber [[ἐπίμομφος]] εἶ φίλοις, = ἐπιμέμφει, Eur. Rhes. 327.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />blâmable, regrettable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμέμφομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμομφος''': -ον, ὁ ἐπιμεμφόμενος, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐπιμέμφεταί τινα, νὰ ψέγῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 327. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐπιμεμφής]], [[ἐπίμεμπτος]], ἐπὶ οἰωνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 553· ἐπίμομφον ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 830.
|lstext='''ἐπίμομφος''': -ον, ὁ ἐπιμεμφόμενος, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐπιμέμφεταί τινα, νὰ ψέγῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 327. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐπιμεμφής]], [[ἐπίμεμπτος]], ἐπὶ οἰωνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 553· ἐπίμομφον ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 830.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />blâmable, regrettable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμέμφομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμομφος Medium diacritics: ἐπίμομφος Low diacritics: επίμομφος Capitals: ΕΠΙΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: epímomphos Transliteration B: epimomphos Transliteration C: epimomfos Beta Code: e)pi/momfos

English (LSJ)

ον, A inclined to blame, φίλοις E.Rh.327. II. blameable, unlucky, A.Ag. 553; ἐπίμομφον ἄταν dub.l., Id.Ch.830 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 964] tadelnswerth, περαίνων ἐπίμομφον ἄταν Aesch. Ch. 817, vgl. Ag. 539 τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τάδ' αὖτε ἐπίμ., d. i. ungünstig, womit man nicht zufrieden ist. – Aber ἐπίμομφος εἶ φίλοις, = ἐπιμέμφει, Eur. Rhes. 327.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable, regrettable.
Étymologie: ἐπιμέμφομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμομφος: -ον, ὁ ἐπιμεμφόμενος, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐπιμέμφεταί τινα, νὰ ψέγῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 327. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιμεμφής, ἐπίμεμπτος, ἐπὶ οἰωνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 553· ἐπίμομφον ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 830.

Greek Monolingual

ἐπίμομφος, -ον (Α) επιμέμφομαι
1. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί
2. (για οιωνό) απαίσιος.

Greek Monotonic

ἐπίμομφος: -ον (μέμφομαι),·
I. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί, σε Ευρ.
II. αξιόμεμπτος, δυσοίωνος, άτυχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμομφος:
1) достойный порицания, зловещий, дурной (ἄτη Aesch.);
2) порицающий (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).

Middle Liddell

ἐπί-μομφος, ον μέμφομαι
I. inclined to blame, Eur.
II. blameable, unlucky, Aesch.