ὀξύπτερος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] schnellflügelig, vom Habicht, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] schnellflügelig, vom Habicht, LXX. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux ailes rapides, au vol rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πτερόν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύπτερος''': -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἱέραξ]], Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3. | |lstext='''ὀξύπτερος''': -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἱέραξ]], Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:44, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, sharp- or swift-winged: as substantive ὀ., ὁ, = ὀξύσχοινος, Ps.-Dsc.4.52; but, hawk, Clem.Al.Strom. 5.8.52.1 (in citation of De.14.13) :—also ὀξῠ-πτερον, τό, = falco, Gloss.; τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.8.
German (Pape)
[Seite 354] schnellflügelig, vom Habicht, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes rapides, au vol rapide.
Étymologie: ὀξύς, πτερόν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., ἱέραξ, Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3.
Greek Monolingual
ὀξύπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀξύπτερος
α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος
β) το γεράκι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον
το γεράκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα
τα γρήγορα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πτερόν.
Greek Monotonic
ὀξύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, τὰ ὀξύπτερα, γρήγορα φτερά, σε Αίσωπ.
Middle Liddell
ὀξύ-πτερος, ον, πτερόν
swift-winged:— τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.