ὀνίς: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ίδος, ἡ, Eselsmist; Ar. Pax 4; Arist. H. A. 5, 19 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ίδος, ἡ, Eselsmist; Ar. Pax 4; Arist. H. A. 5, 19 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />fiente d’âne, crotte d’âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνίς''': -ίδος, ἡ, ὄνου [[κόπρος]], Ἱππ. 583. 2., 667. 48· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 18. ― Ἀλλὰ ὀνιαία (ὀνίδια Schm.), ἡ, παραδόξως ἑρμηνεύεται: «τοῦ ἵππου τὸ [[ἀφόδευμα]]» Ἡσύχ.― [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδαν: «ὀνίδια τοῦ ἵππου τὸ [[ἀφόδευμα]], καὶ ὀνίδες τὰ τῶν ὄνων ἀποπατήματα». ― [[Κατὰ]] Φώτιον· «ὀνιαία· τοῦ ἵππου τὸ [[ἀφόδευμα]]». | |lstext='''ὀνίς''': -ίδος, ἡ, ὄνου [[κόπρος]], Ἱππ. 583. 2., 667. 48· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 18. ― Ἀλλὰ ὀνιαία (ὀνίδια Schm.), ἡ, παραδόξως ἑρμηνεύεται: «τοῦ ἵππου τὸ [[ἀφόδευμα]]» Ἡσύχ.― [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδαν: «ὀνίδια τοῦ ἵππου τὸ [[ἀφόδευμα]], καὶ ὀνίδες τὰ τῶν ὄνων ἀποπατήματα». ― [[Κατὰ]] Φώτιον· «ὀνιαία· τοῦ ἵππου τὸ [[ἀφόδευμα]]». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, ass's dung, Hp.Nat.Mul.82, Dsc.2.80, Gal.12.803 : also in plural, Ar.Pax4, Arist.HA552a17; ἡμιόνου ὀνίς Hp.Mul. 2.192 (elsewhere ἡμιονίς): but ὀνίδια (ὀνιαῖα Hsch.) is strangely expld. horse's dung by Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 347] ίδος, ἡ, Eselsmist; Ar. Pax 4; Arist. H. A. 5, 19 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
fiente d’âne, crotte d’âne.
Étymologie: ὄνος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνίς: -ίδος, ἡ, ὄνου κόπρος, Ἱππ. 583. 2., 667. 48· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 18. ― Ἀλλὰ ὀνιαία (ὀνίδια Schm.), ἡ, παραδόξως ἑρμηνεύεται: «τοῦ ἵππου τὸ ἀφόδευμα» Ἡσύχ.― Κατὰ τὸν Σουΐδαν: «ὀνίδια τοῦ ἵππου τὸ ἀφόδευμα, καὶ ὀνίδες τὰ τῶν ὄνων ἀποπατήματα». ― Κατὰ Φώτιον· «ὀνιαία· τοῦ ἵππου τὸ ἀφόδευμα».
Greek Monotonic
ὀνίς: -ίδος, ἡ, κοπριά γαϊδάρου, στον πληθ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνίς: ίδος ἡ (преимущ. pl.) ослиный помет Arph., Arst.
Middle Liddell
ass's dung, in plural, Ar.