ὄλυρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), ἡ, gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch [[ζειά]] genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς [[μετεξέτεροι]] καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von [[ζειά]], wie von [[κριθή]] und [[πυρός]] unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit [[ὀλαί]], [[οὐλαί]] verwandt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), ἡ, gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch [[ζειά]] genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς [[μετεξέτεροι]] καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von [[ζειά]], wie von [[κριθή]] und [[πυρός]] unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit [[ὀλαί]], [[οὐλαί]] verwandt.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de froment <i>ou</i> d’épeautre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ἈλϜ <i>ou</i> ἈλεϜ, &gt; [[ἀλέω]] moudre.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄλῡρᾰ''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, [[εἶδος]] κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων μετὰ τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. [[ζειά]]. Ἡ βρόμη ([[βρόμος]]) ἦν [[ἄγνωστος]] τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232.
|lstext='''ὄλῡρᾰ''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, [[εἶδος]] κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων μετὰ τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. [[ζειά]]. Ἡ βρόμη ([[βρόμος]]) ἦν [[ἄγνωστος]] τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de froment <i>ou</i> d’épeautre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ἈλϜ <i>ou</i> ἈλεϜ, &gt; [[ἀλέω]] moudre.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄλῡρᾰ Medium diacritics: ὄλυρα Low diacritics: όλυρα Capitals: ΟΛΥΡΑ
Transliteration A: ólyra Transliteration B: olyra Transliteration C: olyra Beta Code: o)/lura

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.262), ἡ, mostly in plural ὄλυραι, A = ζειαί (q.v.), Hdt.2.36,77, D.8.45, PHal.20.2 (iii B. C.), LXXEx.9.32, etc.; mentioned as food for horses along with barley (κρῖ), Il.5.196, 8.564. 2 rice-wheat, a cultural variety of ζειά 2, Thphr.HP8.9.2, Diocl.Fr.113, Dsc.2.91.

German (Pape)

[Seite 328] (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), ἡ, gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch ζειά genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von ζειά, wie von κριθή und πυρός unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit ὀλαί, οὐλαί verwandt.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte de froment ou d’épeautre, plante.
Étymologie: R. ἈλϜ ou ἈλεϜ, > ἀλέω moudre.

Greek (Liddell-Scott)

ὄλῡρᾰ: ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, εἶδος κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων μετὰ τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. ζειά. Ἡ βρόμη (βρόμος) ἦν ἄγνωστος τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα εἶναι ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232.

Greek Monotonic

ὄλῡρᾰ: ἡ, κυρίως στον πληθ. ὄλυραι, είδος δημητριακού, σίκαλη ή αγριοσίκαλη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· πρβλ. ζειά.

Russian (Dvoretsky)

ὄλῡρα: ἡ (преимущ. pl.) предполож. полба Her.

Middle Liddell

ὄλῡρα, ης, ἡ,
mostly in plural ὄλυραι, a kind of grain, spelt or rye, Il., Hdt.; cf. ζειά.