ὑλίζω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] reinigen, von Unreinigkeit, bes. Bodensatz, durchseihen, τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα, Plut. plac. phil. 3, 16; τὰς ῥῖνας ὑλίζειν, die Nase schneuzen, Cratin. bei Poll. 2, 78. – Die Gramm. leiteten es von [[ὗλις]] ab, welches durch Umstellung aus [[ἰλύς]] entstanden sein sollte. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] reinigen, von Unreinigkeit, bes. Bodensatz, durchseihen, τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα, Plut. plac. phil. 3, 16; τὰς ῥῖνας ὑλίζειν, die Nase schneuzen, Cratin. bei Poll. 2, 78. – Die Gramm. leiteten es von [[ὗλις]] ab, welches durch Umstellung aus [[ἰλύς]] entstanden sein sollte. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=filtrer, clarifier, purifier.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διυλίζω]], «[[στραγγίζω]]». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. [[διυλίζω]]· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.) | |lstext='''ὑλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διυλίζω]], «[[στραγγίζω]]». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. [[διυλίζω]]· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.) | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 18:04, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], A filter, strain, PMag.Lond.46.71, PSI4.297.17 (prob. v A. D.):—Pass., δι' ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι, Dsc.3.7, Placit.3.16.5; τὸ ἀφθόνως ὑλιζόμενον ἐν σπηλαίοις Dsc.5.98 codd. (ὑετιζόμενον cj. Wellmann): cf. ἀφ-, διυλίζω. II ὑ. τὰς ῥῖνας wipe the nose (cf. ὕλη IV. 2), Cratin.354. (Acc. to Gramm. from ὗλις (q.v.), transposed for ἰλύς, EM180.10; cf. ὕλη IV.)
German (Pape)
[Seite 1177] reinigen, von Unreinigkeit, bes. Bodensatz, durchseihen, τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα, Plut. plac. phil. 3, 16; τὰς ῥῖνας ὑλίζειν, die Nase schneuzen, Cratin. bei Poll. 2, 78. – Die Gramm. leiteten es von ὗλις ab, welches durch Umstellung aus ἰλύς entstanden sein sollte.
French (Bailly abrégé)
filtrer, clarifier, purifier.
Étymologie: ὕλη.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλίζω: μέλλ. -ίσω, διυλίζω, «στραγγίζω». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. διυλίζω· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. (Κατὰ τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.)
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. στραγγίζω, διυλίζω
2. (σχετικά με τη μύτη) σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη με σημ. «καθίζημα, κατακάθι»].
Greek Monotonic
ὑλίζω: μέλ. -ίσω, διυλίζω, στραγγίζω· βλ. δι-υλίζω (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑλίζω: процеживать: τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα Plut. процеживаемое через пепел.