ὑοσκύαμος: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />jusquiame <i>litt.</i> « fève de porc », <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]], [[κύαμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑοσκύᾰμος''': ὁ, (ὗς) [[εἶδος]] δηλητηριώδους φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ [[ὑοσκύαμος]] νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.
|lstext='''ὑοσκύᾰμος''': ὁ, (ὗς) [[εἶδος]] δηλητηριώδους φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ [[ὑοσκύαμος]] νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />jusquiame <i>litt.</i> « fève de porc », <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]], [[κύαμος]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 18:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑοσκῠᾰμος Medium diacritics: ὑοσκύαμος Low diacritics: υοσκύαμος Capitals: ΥΟΣΚΥΑΜΟΣ
Transliteration A: hyoskýamos Transliteration B: hyoskyamos Transliteration C: yoskyamos Beta Code: u(osku/amos

English (LSJ)

ὁ, (ὗς) henbane, Hyoscyamus niger, Hp. Morb.2.43, X.Oec.1.13, Dsc.4.68, POxy.1088.39 (i A.D.), Plu.Demetr. 20, Sor.2.41, PHolm.21.12, 25.5; other varieties, ὑοσκύαμος μηλινοειδής, Hyoscyamus aureus, ὑοσκύαμος λευκός, Hyoscyamus albus, Dsc. l.c.: also ὑοσκύεμος, PMag.Osl. 1.327.

German (Pape)

[Seite 1179] ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jusquiame litt. « fève de porc », plante.
Étymologie: ὗς, κύαμος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑοσκύᾰμος: ὁ, (ὗς) εἶδος δηλητηριώδους φυτοῦ ὅπερ ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ ὑοσκύαμος νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.

Spanish

beleño

Greek Monolingual

ο / ὑοσκύαμος, ΝΑ, και ὑοσκύεμος, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη και στο οποίο ανήκουν τριχωτά, βαρύοσμα και, συχνά, πολύ τοξικά φυτά, που περιέχουν, όμως, χρήσιμες φαρμακευτικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. ὑός του ὗς «χοίρος» + κύαμος (πρβλ. θερμο-κύαμος). Κατ' άλλους, το πρώτο συνθετικό της λ. είναι το ρ. ὕω].

Greek Monotonic

ὑοσκύᾰμος: ὁ (ὗς), δαιμοναριά (δηλητηριώδες φυτό), Υοσκύαμος ο Μέλας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑοσκύᾰμος: ὁ [ὗς] бот. свиной боб, т. е. белена (Hyoscyamus niger) Xen., Plut.

Middle Liddell

ὑοσ-κύᾰμος, ὁ, [ὗς]
hen-bane, hyoscyamus, Xen.

Wikipedia EN

Hyoscyamus niger

Hyoscyamus niger, commonly known as henbane, black henbane or stinking nightshade, is a plant that is poisonous in large quantities, in the family Solanaceae. It is native to temperate Europe and Siberia, and naturalised in the British Isles.

Translations

ar: بنج أسود; azb: قارا باتبات; az: qara batbat; bat_smg: drignės; be: блёкат чорны; bg: черна попадийка; ca: jusquiam negre; cdo: lòng-dâung; co: patellu neru; csb: czôrnô kadzelnica; cs: blín černý; cy: llewyg yr iâr; da: bulmeurt; de: Schwarzes bilsenkraut; eo: nigra hiskiamo; et: koera-pöörirohi; eu: erabelar; fa: بذرالبنج; fi: hullukaali; fr: jusquiame noire; ga: gafann; gl: meimendro; hr: crna bunika; hsb: čorny woblěd; hu: bolondító beléndek; hy: բանգի սև; io: hiskiamo; ja: ヒヨス; ka: hyoscyamus nuger; kk: қара меңдуана; ko: 사리풀; lt: juodoji drignė; lv: melnā driģene; mk: буника; ml: കുറശ്ശാണി; mrj: ородышуды; nl: bilzekruid; no: bulmeurt; pl: lulek czarny; ro: măselariță; ru: белена чёрная; sa: पारसीकयवानी; simsk: blen čierny; sl: črni zobnik; sr: буника; sv: bolmört; tg: банҷ; th: เฮนเบน; tt: кара тилебәрән; uk: блекота чорна; vep: torahein; wuu: 天仙子; zh_yue: 天仙子; zh: 天仙子