βάδισμα: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />marche pas à pas ; marche posée et modeste.<br />'''Étymologie:''' [[βαδίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />marche pas à pas ; marche posée et modeste.<br />'''Étymologie:''' [[βαδίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βάδισμα]] -ατος, τό [[βαδίζω]] manier van lopen, gang, loop. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βάδισμα:''' ατος τό Xen., Dem., Luc. = [[βάδισις]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[βαδίζω]]<br />[[walk]], [[gait]], Xen., Dem. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 34: | ||
|lsmtext='''βάδισμα:''' -ατος, τό, [[περπάτημα]], [[βηματισμός]], σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''βάδισμα:''' -ατος, τό, [[περπάτημα]], [[βηματισμός]], σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βάδισμα''': -ατος, τό, περιπάτημα, [[τρόπος]] τοῦ βαδίζειν, Ξεν. Ἀπολ. 27, Δημ. 982. 18. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[gait]], [[manner of walking]], [[way of walking]] | |woodrun=[[gait]], [[manner of walking]], [[way of walking]] | ||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, walk, gait, X.Ap.27, D.37.55: pl., Luc.Herm.18; ἐλθὼν ἐν ἠρεμαίῳ β. Palaeph.31.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
paso, marcha, andadura ἐν ἠρεμαίῳ βαδίσματι Palaeph.31, θρυπτόμενοί τε τοῖς βαδίσμασιν I.BI 4.563, β. ἄσχημον Gal.17(2).145, γυμνὸν β. paso descalzo Philostr.VA 3.15, ἐς ὀρθὸν τοῦ βαδίσματος ... ἦλθε recobró la derechura de la marcha Philostr.VA 3.39, ἐθεράπευον ... τὸ β. τῶν πατέρων οἱ νεώτεροι τῶν παίδων Philostr.Her.64.24, β. σχολαῖον Philostr.Im.1.9, β. τεταγμένον βραχύ Aristaenet.1.1.27
•forma de andar, andares ἀπῄει καὶ ὄμμασι ... καὶ βαδίσματι φαιδρός X.Ap.27, περὶ τοῦ ἐμοῦ γε βαδίσματος ἢ διαλέκτου D.37.55, σχῆμα καὶ β. καὶ βλέμμα Plu.2.84e, ἐπῄνει τὸ βάδισμα Charito 6.7.1, cf. Luc.Tim.54, Herm.18, D.Chr.30.4, 31.162, Iambl.Fr.1, Philostr.VS 587, Hld.3.13.2.
German (Pape)
[Seite 423] τό, Schritt, Gang, Xen. Apol. 27; Dem. 37, 55.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
marche pas à pas ; marche posée et modeste.
Étymologie: βαδίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάδισμα -ατος, τό βαδίζω manier van lopen, gang, loop.
Russian (Dvoretsky)
βάδισμα: ατος τό Xen., Dem., Luc. = βάδισις.
Middle Liddell
[from βαδίζω
walk, gait, Xen., Dem.
Greek Monolingual
το (AM βάδισμα) βαδίζω
1. το να βαδίζει κανείς
2. ο χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος, η περπατησιά.
Greek Monotonic
βάδισμα: -ατος, τό, περπάτημα, βηματισμός, σε Ξεν., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
βάδισμα: -ατος, τό, περιπάτημα, τρόπος τοῦ βαδίζειν, Ξεν. Ἀπολ. 27, Δημ. 982. 18.