γυιοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ης (ἡ) :<br />entraves pour les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[γυῖον]], [[πέδη]].
|btext=ης (ἡ) :<br />entraves pour les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[γυῖον]], [[πέδη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γυιοπέδη''': , [[πέδη]] τῶν γυίων, [[χειροπέδη]] καὶ [[ποδοκάκη]], Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.
|elnltext=γυιοπέδη -ης, ἡ [γυῖον, πέδη] alleen plur., poët. voetboeien.
}}
{{elru
|elrutext='''γυιοπέδη:''' ἡ [[ножные оковы]] Pind., Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''γυιοπέδη:''' ἡ, τα [[δεσμά]] των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''γυιοπέδη:''' ἡ, τα [[δεσμά]] των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γυιοπέδη:''' ἡ [[ножные оковы]] Pind., Aesch.
|lstext='''γυιοπέδη''': , [[πέδη]] τῶν γυίων, [[χειροπέδη]] καὶ [[ποδοκάκη]], Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.
}}
{{elnl
|elnltext=γυιοπέδη -ης, ἡ [γυῖον, πέδη] alleen plur., poët. voetboeien.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[fetter]], Aesch.
|mdlsjtxt=a [[fetter]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοπέδη Medium diacritics: γυιοπέδη Low diacritics: γυιοπέδη Capitals: ΓΥΙΟΠΕΔΗ
Transliteration A: gyiopédē Transliteration B: guiopedē Transliteration C: gyiopedi Beta Code: guiope/dh

English (LSJ)

ἡ, fetter: in plural, Pi.P.2.41, A.Pr.169 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
plu. grilletes ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις Pi.P.2.41, κρατεραῖς ἐν γυιοπέδαις A.Pr.168
en sg. fig. τοίην γυιοπέδην τεχνάζεται ἰχθύσι νάρκη Opp.H.2.85, γυιοπέδην ἀσίδηρον ἔχων con un grillete no hecho de hierro ref. a unas palabras mágicas que paralizan, Nonn.D.13.488, cf. 36.365.

German (Pape)

[Seite 508] ἡ, Fußfessel, Fußschlinge, Pind. P. 2, 41; Aesch. Pr. 175.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves pour les pieds.
Étymologie: γυῖον, πέδη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοπέδη -ης, ἡ [γυῖον, πέδη] alleen plur., poët. voetboeien.

Russian (Dvoretsky)

γυιοπέδη:ножные оковы Pind., Aesch.

Greek Monolingual

γυιοπέδη η (Α)
δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»].

Greek Monotonic

γυιοπέδη: ἡ, τα δεσμά των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπέδη: ἡ, πέδη τῶν γυίων, χειροπέδη καὶ ποδοκάκη, Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.

Middle Liddell

a fetter, Aesch.