διαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui cause une profonde douleur;<br /><b>2</b> qui éprouve une profonde douleur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀλγέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui cause une profonde douleur;<br /><b>2</b> qui éprouve une profonde douleur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀλγέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαλγής''': -ές, [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, [[ὅθεν]] ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.
|elnltext=διαλγής -ές [διά, ἄλγος] pijn veroorzakend:. ἄτα ellende Aeschl. Ch. 68. pijn lijdend:. ἄφνω διαλγὴς γενόμενος door een plotselinge pijnaanval Plut. Alex. 75.5.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[причиняющий сильную боль]], [[мучительный]] (ἄτα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[испытывающий]] (сильную) боль, страдающий: δ. γενόμενος τὸ [[μετάφρενον]] Plut. ощутив сильную боль в спине.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[θλιβερός]], [[βαρύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[θλιβερός]], [[βαρύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαλγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[причиняющий сильную боль]], [[мучительный]] (ἄτα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[испытывающий]] (сильную) боль, страдающий: δ. γενόμενος τὸ [[μετάφρενον]] Plut. ощутив сильную боль в спине.
|lstext='''διαλγής''': -ές, [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, [[ὅθεν]] ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.
}}
{{elnl
|elnltext=διαλγής -ές [διά, ἄλγος] pijn veroorzakend:. ἄτα ellende Aeschl. Ch. 68. pijn lijdend:. ἄφνω διαλγὴς γενόμενος door een plotselinge pijnaanval Plut. Alex. 75.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-αλγής, ές <i>adj</i> [[ἄλγος]]<br /><b class="num">I.</b> [[grievous]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[suffering]] [[great]] [[pain]], Plut.
|mdlsjtxt=δι-αλγής, ές <i>adj</i> [[ἄλγος]]<br /><b class="num">I.</b> [[grievous]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[suffering]] [[great]] [[pain]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλγής Medium diacritics: διαλγής Low diacritics: διαλγής Capitals: ΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: dialgḗs Transliteration B: dialgēs Transliteration C: dialgis Beta Code: dialgh/s

English (LSJ)

ές, A grievous, ἄτα A.Ch.68 (lyr.). II suffering great pain, Plu.Alex.75. Adv. διαλγῶς, ἔχει is pained, Phld.D.3Fr.77.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que sufre un profundo dolor, dolorido ref. Alejandro οὔτ' ἄφνω δ. γενόμενος Plu.Alex.75, θερμὴ καὶ δ. καὶ κραδαινομένη Plu.2.496d.
2 que causa un profundo dolor, doloroso ἄτα A.Ch.68 (cód.).
II adv. -ῶς con dolor, dolorosamente δ. ἔχειν Phld.D.3.Fr.77.7.

German (Pape)

[Seite 586] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une profonde douleur;
2 qui éprouve une profonde douleur.
Étymologie: διά, ἀλγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλγής -ές [διά, ἄλγος] pijn veroorzakend:. ἄτα ellende Aeschl. Ch. 68. pijn lijdend:. ἄφνω διαλγὴς γενόμενος door een plotselinge pijnaanval Plut. Alex. 75.5.

Russian (Dvoretsky)

διαλγής:
1) причиняющий сильную боль, мучительный (ἄτα Aesch.);
2) испытывающий (сильную) боль, страдающий: δ. γενόμενος τὸ μετάφρενον Plut. ощутив сильную боль в спине.

Greek Monolingual

διαλγής, -ές (Α)
1. επώδυνος, θλιβερός
2. αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α)- + -αλγής < άλγος].

Greek Monotonic

διαλγής: -ές (ἄλγος
I. θλιβερός, βαρύς, σε Αισχύλ.
II. αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαλγής: -ές, ἀλγεινός, θλιβερός, βαρύς, ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, ὅθεν ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.

Middle Liddell

δι-αλγής, ές adj ἄλγος
I. grievous, Aesch.
II. suffering great pain, Plut.