διαμέλλησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εως (ἡ) :<br />délai, retard.<br />'''Étymologie:''' [[διαμέλλω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />délai, retard.<br />'''Étymologie:''' [[διαμέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμέλλησις''': -εως, , τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, [[μακροχρόνιος]] ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.
|elnltext=διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] gedraal.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμέλλησις:''' εως ἡ [[медлительность]]: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαμέλλησις:''' -εως, ἡ, [[αναβλητικότητα]], [[αργοπορία]]· <i>πολλὴ δ. φυλακῆς</i>, μακροχρόνια [[αναβολή]] μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαμέλλησις:''' -εως, ἡ, [[αναβλητικότητα]], [[αργοπορία]]· <i>πολλὴ δ. φυλακῆς</i>, μακροχρόνια [[αναβολή]] μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμέλλησις:''' εως ἡ [[медлительность]]: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.
|lstext='''διαμέλλησις''': -εως, , τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, [[μακροχρόνιος]] ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.
}}
{{elnl
|elnltext=διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] gedraal.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαμέλλησις]], εως <i>n</i> [from [[διαμέλλω]]<br />a [[being]] on the [[point]] to do, πολλὴ δ. φυλακῆς [[long]] [[postponement]] of precautionary measures, Thuc.
|mdlsjtxt=[[διαμέλλησις]], εως <i>n</i> [from [[διαμέλλω]]<br />a [[being]] on the [[point]] to do, πολλὴ δ. φυλακῆς [[long]] [[postponement]] of precautionary measures, Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμέλλησις Medium diacritics: διαμέλλησις Low diacritics: διαμέλλησις Capitals: ΔΙΑΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: diaméllēsis Transliteration B: diamellēsis Transliteration C: diamellisis Beta Code: diame/llhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, postponement, procrastination, πολλὴν δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.Fr.40.21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
posposición, retraso, demora πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros Th.5.99, cf. D.C.40.21.

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
délai, retard.
Étymologie: διαμέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] gedraal.

Russian (Dvoretsky)

διαμέλλησις: εως ἡ медлительность: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.

Greek Monolingual

η διαμέλλησις (-εως) (Α) μέλλησις
1. αναβολή
2. επιβράδυνση.

Greek Monotonic

διαμέλλησις: -εως, ἡ, αναβλητικότητα, αργοπορία· πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνια αναβολή μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμέλλησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνιος ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.

Middle Liddell

διαμέλλησις, εως n [from διαμέλλω
a being on the point to do, πολλὴ δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Thuc.