καταβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> κατέβλεψα;<br />regarder d'en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βλέπω]].
|btext=<i>ao.</i> κατέβλεψα;<br />regarder d'en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βλέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[πρός]] τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους [[ἄνωθεν]] Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, [[βλέπω]], ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) [[βλέπω]] μετὰ προσοχῆς τι, [[ἐξετάζω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.
|elnltext=κατα-βλέπω ( van boven) neerkijken op.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβλέπω:''' [[глядеть]] (вниз), смотреть, разглядывать (τινά и εἴς τινα [[ἄνωθεν]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κοιτώ προς τα [[κάτω]], [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου προς το [[μέρος]] κάποιου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κοιτώ προς τα [[κάτω]], [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου προς το [[μέρος]] κάποιου, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταβλέπω:''' [[глядеть]] (вниз), смотреть, разглядывать (τινά и εἴς τινα [[ἄνωθεν]] Plut.).
|lstext='''καταβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[πρός]] τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους [[ἄνωθεν]] Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, [[βλέπω]], ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) [[βλέπω]] μετὰ προσοχῆς τι, [[ἐξετάζω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βλέπω ( van boven) neerkijken op.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[look]] [[down]] at, Plut.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[look]] [[down]] at, Plut.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλέπω Medium diacritics: καταβλέπω Low diacritics: καταβλέπω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΕΠΩ
Transliteration A: katablépō Transliteration B: katablepō Transliteration C: katavlepo Beta Code: katable/pw

English (LSJ)

A look down at, LXXGe.18.16; ἄνωθεν εἰς… Plu.Arat. 32; view, Id.2.680d. b metaph., despise, BGU15ii5 (ii A. D.). 2 examine, contemplate, Call.Del.303; τὸ σεαυτοῦ κακόν Plu.2.469b.

German (Pape)

[Seite 1340] von oben herabsehen, ansehen, κατέβλεψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν, er sah von oben her auf die Kämpfenden hinab, Plut. Arat. 32, öfter τινά.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέβλεψα;
regarder d'en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.
Étymologie: κατά, βλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλέπω ( van boven) neerkijken op.

Russian (Dvoretsky)

καταβλέπω: глядеть (вниз), смотреть, разглядывать (τινά и εἴς τινα ἄνωθεν Plut.).

Greek Monolingual

καταβλέπω (Α)
1. βλέπω, προς τα κάτω, ρίχνω το βλέμμα μου προς κάποιον που βρίσκεται κάτω
2. κοιτάζω
3. επιγρ. μτφ. περιφρονώ, απαξιώ
4. βλέπω κάτι με προσοχή, εξετάζω.

Greek Monotonic

καταβλέπω: μέλ. -ψω, κοιτώ προς τα κάτω, στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος κάποιου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλέπω: μέλλ. -βλέψω, βλέπω πρὸς τὰ κάτω πρός τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, βλέπω, ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) βλέπω μετὰ προσοχῆς τι, ἐξετάζω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.

Middle Liddell

fut. ψω
to look down at, Plut.