κατέπεφνον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>verbe n’existant qu’à l'ao.2;<br />inf.</i> [[καταπεφνεῖν]], <i>sbj. 3ᵉ sg.</i> καταπέφνῃ, <i>part.</i> καταπεφνών;<br />tuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔπεφνον]].
|btext=<i>verbe n’existant qu’à l'ao.2;<br />inf.</i> [[καταπεφνεῖν]], <i>sbj. 3ᵉ sg.</i> καταπέφνῃ, <i>part.</i> καταπεφνών;<br />tuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔπεφνον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατέπεφνον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *[[φένω]]), [[φονεύω]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.
|elnltext=κατ-έπεφνον [κατά, θείνω] poët., alleen indic. aor. act. doden.
}}
{{elru
|elrutext='''κατέπεφνον:''' aor. 2 ind. к [[καταπεφνεῖν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατέπεφνον:''' αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]] (βλ. *[[φένω]]), [[σκοτώνω]], [[φονεύω]], σε Όμηρ., Σοφ.
|lsmtext='''κατέπεφνον:''' αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]] (βλ. *[[φένω]]), [[σκοτώνω]], [[φονεύω]], σε Όμηρ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατέπεφνον:''' aor. 2 ind. к [[καταπεφνεῖν]].
|lstext='''κατέπεφνον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *[[φένω]]), [[φονεύω]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-έπεφνον [κατά, θείνω] poët., alleen indic. aor. act. doden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use] [v. *[[φένω]]<br />to [[kill]], [[slay]], Hom., Soph.
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use] [v. *[[φένω]]<br />to [[kill]], [[slay]], Hom., Soph.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέπεφνον Medium diacritics: κατέπεφνον Low diacritics: κατέπεφνον Capitals: ΚΑΤΕΠΕΦΝΟΝ
Transliteration A: katépephnon Transliteration B: katepephnon Transliteration C: katepefnon Beta Code: kate/pefnon

English (LSJ)

Ep., Lyr., and Trag. (in lyr.) aor. 2 with no pres. in use (v. θείνω), kill, slay, καταπέφνῃ Il.3.281; κατέπεφνε 6.183, 24.759, Od.3.252, 4.534, S.El.486; κατέπεφνες Id.Aj.901, Pi.Fr.171 (tm.); καταπεφνών Il.17.539.

French (Bailly abrégé)

verbe n’existant qu’à l'ao.2;
inf.
καταπεφνεῖν, sbj. 3ᵉ sg. καταπέφνῃ, part. καταπεφνών;
tuer.
Étymologie: κατά, ἔπεφνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-έπεφνον [κατά, θείνω] poët., alleen indic. aor. act. doden.

Russian (Dvoretsky)

κατέπεφνον: aor. 2 ind. к καταπεφνεῖν.

English (Autenrieth)

subj. καταπέφνῃ, part. (w. irreg. accent) καταπέφνων: kill, slay.

Greek Monolingual

κατέπεφνον (Α)
(ποιητ. τ. αόρ. β' χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πε-φν-ον (βλ. λ. θείνω)].

Greek Monotonic

κατέπεφνον: αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία (βλ. *φένω), σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατέπεφνον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *φένω), φονεύω, σφάζω, ἀποκτείνω, καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use] [v. *φένω
to kill, slay, Hom., Soph.