καταλιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=<i>c.</i> [[καταλείπω]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λιμπάνω]].
|btext=<i>c.</i> [[καταλείπω]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λιμπάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταλιμπάνω''': [[καταλείπω]], Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.
|elnltext=καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλιμπάνω:''' (только praes.) Plat. = [[καταλείπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταλιμπάνω:''' = [[καταλείπω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''καταλιμπάνω:''' = [[καταλείπω]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταλιμπάνω:''' (только praes.) Plat. = [[καταλείπω]].
|lstext='''καταλιμπάνω''': [[καταλείπω]], Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.
}}
{{elnl
|elnltext=καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[καταλείπω]], Thuc.]
|mdlsjtxt== [[καταλείπω]], Thuc.]
}}
}}

Revision as of 20:31, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλιμπάνω Medium diacritics: καταλιμπάνω Low diacritics: καταλιμπάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: katalimpánō Transliteration B: katalimpanō Transliteration C: katalimpano Beta Code: katalimpa/nw

English (LSJ)

= καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXXGe.39.16, Ocell.4.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.

French (Bailly abrégé)

c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten.

Russian (Dvoretsky)

καταλιμπάνω: (только praes.) Plat. = καταλείπω.

Greek Monolingual

(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

καταλιμπάνω: = καταλείπω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.

Middle Liddell

= καταλείπω, Thuc.]