κατακηλέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />charmer, adoucir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κηλέω]].
|btext=-ῶ :<br />charmer, adoucir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κηλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακηλέω''': διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς [[καταπραΰνω]] τὴν ψυχήν, [[καταθέλγω]], διὰ μαγειῶν [[ἀποδιώκω]], [[θεραπεύω]], Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.
|elnltext=κατα-κηλέω betoveren.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακηλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отгонять заклинаниями]] (τὴν ἄτην Soph.);<br /><b class="num">2)</b> pass. [[поддаваться чарам]] Plat.;<br /><b class="num">3)</b> [[смягчать]], [[умиротворять]] (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακηλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σαγηνεύω]], [[γοητεύω]], καταπραΰνω, [[διασκορπίζω]], [[διασκεδάζω]] (πόνο, [[θλίψη]]), Λατ. delinire, σε Σοφ.
|lsmtext='''κατακηλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σαγηνεύω]], [[γοητεύω]], καταπραΰνω, [[διασκορπίζω]], [[διασκεδάζω]] (πόνο, [[θλίψη]]), Λατ. delinire, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακηλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отгонять заклинаниями]] (τὴν ἄτην Soph.);<br /><b class="num">2)</b> pass. [[поддаваться чарам]] Plat.;<br /><b class="num">3)</b> [[смягчать]], [[умиротворять]] (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).
|lstext='''κατακηλέω''': διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς [[καταπραΰνω]] τὴν ψυχήν, [[καταθέλγω]], διὰ μαγειῶν [[ἀποδιώκω]], [[θεραπεύω]], Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κηλέω betoveren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[charm]] [[away]], Lat. delinire, Soph.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[charm]] [[away]], Lat. delinire, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακηλέω Medium diacritics: κατακηλέω Low diacritics: κατακηλέω Capitals: ΚΑΤΑΚΗΛΕΩ
Transliteration A: katakēléō Transliteration B: katakēleō Transliteration C: katakileo Beta Code: katakhle/w

English (LSJ)

charm, cast a spell over, τήνδ' ἄτην S.Tr.1002 (anap.):—Pass., Pl.Cra.403e, Plu.Num.20, Ath.4.174b, Dam.Isid. 48.

German (Pape)

[Seite 1352] bezaubern, durch Zaubermittel besänftigen, für sich gewinnen; ἄτην Soph. Tr. 998, Schol. θεραπεύειν, mildern; Plat. κατακεκηλῆσθαι Crat. 403 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
charmer, adoucir.
Étymologie: κατά, κηλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κηλέω betoveren.

Russian (Dvoretsky)

κατακηλέω:
1) отгонять заклинаниями (τὴν ἄτην Soph.);
2) pass. поддаваться чарам Plat.;
3) смягчать, умиротворять (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).

Greek Monotonic

κατακηλέω: μέλ. -ήσω, σαγηνεύω, γοητεύω, καταπραΰνω, διασκορπίζω, διασκεδάζω (πόνο, θλίψη), Λατ. delinire, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακηλέω: διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς καταπραΰνω τὴν ψυχήν, καταθέλγω, διὰ μαγειῶν ἀποδιώκω, θεραπεύω, Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.

Middle Liddell

fut. ήσω
to charm away, Lat. delinire, Soph.