κατατρύω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>c.</i> [[κατατρύχω]].
|btext=<i>c.</i> [[κατατρύχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατατρύω''': τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ [[μέλη]], ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν [[μάλα]] πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
|elnltext=κατα-τρύω afmatten.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρύω:''' [[изнурять]], [[утомлять]] (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατατρύω:''' [[изнурять]], [[утомлять]] (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
|lstext='''κατατρύω''': τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ [[μέλη]], ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν [[μάλα]] πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τρύω afmatten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι
|mdlsjtxt== κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρύω Medium diacritics: κατατρύω Low diacritics: κατατρύω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΥΩ
Transliteration A: katatrýō Transliteration B: katatryō Transliteration C: katatryo Beta Code: katatru/w

English (LSJ)

= κατατρύχω (wear out, exhaust), in Med., κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 593 ; — Pass., pf. inf. -τετρῦσθαι prob. l. in X. Cyr. 5.44.6.

French (Bailly abrégé)

c. κατατρύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρύω afmatten.

Russian (Dvoretsky)

κατατρύω: изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).

Greek Monolingual

κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].

Greek Monotonic

κατατρύω: = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρύω: τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ μέλη, ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.

Middle Liddell

= κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι