κατακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />importation.<br />'''Étymologie:''' [[κατακομίζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />importation.<br />'''Étymologie:''' [[κατακομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακομῐδή''': ἡ, ἡ εἰς τὸ παράλιον καταβίβασις πρὸς ἐξαγωγὴν (ἐμπορευμάτων), ἀντίθετον τῷ [[ἀντίληψις]], ὧν ἡ [[θάλασσα]] τῇ ἠπείρῳ δίδωσι (εἰσαγωγὴ ἐμπορ.) Θουκ. 1. 120. 2) τὸ φέρειν εἰς τὴν πατρίδα, Διόδ. 18. 3.
|elnltext=κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[доставка]] (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[доставка]], [[привоз]] (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατακομῐδή:''' ἡ, [[μεταφορά]] προς την [[παραλία]] για [[πραγματοποίηση]] εξαγωγής εμπορευμάτων, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατακομῐδή:''' ἡ, [[μεταφορά]] προς την [[παραλία]] για [[πραγματοποίηση]] εξαγωγής εμπορευμάτων, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[доставка]] (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[доставка]], [[привоз]] (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.).
|lstext='''κατακομῐδή''': , ἡ εἰς τὸ παράλιον καταβίβασις πρὸς ἐξαγωγὴν (ἐμπορευμάτων), ἀντίθετον τῷ [[ἀντίληψις]], ὧν ἡ [[θάλασσα]] τῇ ἠπείρῳ δίδωσι (εἰσαγωγὴ ἐμπορ.) Θουκ. 1. 120. 2) τὸ φέρειν εἰς τὴν πατρίδα, Διόδ. 18. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατακομῐδή, ἡ,<br />a [[bringing]] [[down]] to the sea-[[shore]] for [[exportation]], Thuc. [from [[κατακομίζω]]
|mdlsjtxt=κατακομῐδή, ἡ,<br />a [[bringing]] [[down]] to the sea-[[shore]] for [[exportation]], Thuc. [from [[κατακομίζω]]
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακομῐδή Medium diacritics: κατακομιδή Low diacritics: κατακομιδή Capitals: ΚΑΤΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: katakomidḗ Transliteration B: katakomidē Transliteration C: katakomidi Beta Code: katakomidh/

English (LSJ)

ἡ, A bringing down to the sea-shore for exportation, opp. ἀντίληψις (importation), Th.1.120. 2 bringing home, σώματος D.S. 18.3.

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, das Herab-, Herunterbringen, z. B. der Früchte ans Meer zur Ausfuhr, Thuc. 1, 120, τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένους εἰδέναι χρή, ὅτι χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων, im Ggstz von ἀντίληψις ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι. S. das Folgde. – Das Herbeischaffen, D. Sic. 18, 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
importation.
Étymologie: κατακομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust.

Russian (Dvoretsky)

κατακομῐδή:
1) доставка (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);
2) доставка, привоз (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.).

Greek Monolingual

κατακομιδή, ἡ (Α) κατακομίζω
1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.)
2. η μεταφορά στην πατρίδα
3. η αποστολή («πρὸς παράληψιν και κατακομιδήν βιβλίων πεμπομένων εἰς Ἀλεξάνδρειαν», πάπ.).

Greek Monotonic

κατακομῐδή: ἡ, μεταφορά προς την παραλία για πραγματοποίηση εξαγωγής εμπορευμάτων, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακομῐδή: ἡ, ἡ εἰς τὸ παράλιον καταβίβασις πρὸς ἐξαγωγὴν (ἐμπορευμάτων), ἀντίθετον τῷ ἀντίληψις, ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι (εἰσαγωγὴ ἐμπορ.) Θουκ. 1. 120. 2) τὸ φέρειν εἰς τὴν πατρίδα, Διόδ. 18. 3.

Middle Liddell

κατακομῐδή, ἡ,
a bringing down to the sea-shore for exportation, Thuc. [from κατακομίζω