κοινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />en communauté de sentiments avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />en communauté de sentiments avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοινόφρων''': -ον, (φρὴν) ἔχων κοινὸν [[φρόνημα]] μετά τινος, τινὶ Εὐρ. Ἴων 577, Ι. Τ. 1008.
|elnltext=κοινόφρων -ον [κοινός, φρήν] eensgezind:. κοινόφρων πατρί eensgezind met je vader Eur. Ion 577.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινόφρων:''' 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοινόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''κοινόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοινόφρων:''' 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).
|lstext='''κοινόφρων''': -ον, (φρὴν) ἔχων κοινὸν [[φρόνημα]] μετά τινος, τινὶ Εὐρ. Ἴων 577, Ι. Τ. 1008.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινόφρων -ον [κοινός, φρήν] eensgezind:. κοινόφρων πατρί eensgezind met je vader Eur. Ion 577.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοινό-φρων, ον, [[φρήν]]<br />like-[[minded]] with, τινί Eur.
|mdlsjtxt=κοινό-φρων, ον, [[φρήν]]<br />like-[[minded]] with, τινί Eur.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόφρων Medium diacritics: κοινόφρων Low diacritics: κοινόφρων Capitals: ΚΟΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: koinóphrōn Transliteration B: koinophrōn Transliteration C: koinofron Beta Code: koino/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, like-minded with, τινι E.Ion577, IT1008.

German (Pape)

[Seite 1469] ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
en communauté de sentiments avec, τινι.
Étymologie: κοινός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινόφρων -ον [κοινός, φρήν] eensgezind:. κοινόφρων πατρί eensgezind met je vader Eur. Ion 577.

Russian (Dvoretsky)

κοινόφρων: 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).

Greek Monolingual

κοινόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό-φρων, παρά-φρων].

Greek Monotonic

κοινόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει την ίδια γνώμη, τινί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κοινὸν φρόνημα μετά τινος, τινὶ Εὐρ. Ἴων 577, Ι. Τ. 1008.

Middle Liddell

κοινό-φρων, ον, φρήν
like-minded with, τινί Eur.