κοσμητής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; <i>à Athènes</i> cosmète, <i>ou</i> surveillant des gymnases;<br /><b>2</b> serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur <i>ou</i> coiffeur.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; <i>à Athènes</i> cosmète, <i>ou</i> surveillant des gymnases;<br /><b>2</b> serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur <i>ou</i> coiffeur.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοσμητής''': -οῦ, ([[κοσμέω]]) ὁ διευθυντής, [[διατάκτης]], πολέμου Ἐπιγράμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 24· κ. πόλεως, [[νομοθέτης]], Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 2) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων ἔχων ὑπὸ τὴν φροντίδα του τοὺς νέους ἐν τοῖς γυμνασίοις, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21, Συλλ. Ἐπιγραφ. 118, 245, 254, 258, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[κοσμητεύω]]. ΙΙ. ὁ κοσμῶν, στολίζων, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[κοσμητής]]· ἐνταφιαστής. Κουριεῖς».
|elnltext=κοσμητής -οῦ, ὁ [κοσμέω] bestuurder; in Athene toezichthouder op de epheben. schoonheidsspecialist.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμητής:''' дор. [[κοσμητάς]], οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[устроитель]], [[организатор]], [[руководитель]] (τοῦ πολέμου Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> [[законодатель]] (τῆς πόλεως Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[космет]] (слуга, ведавший туалетом своего хозяина) Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κοσμητής:''' -οῦ, ὁ ([[κοσμέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[διακοσμητής]], [[διευθυντής]], αυτός που βάζει σε [[τάξη]] ή που δίνει [[εντολή]], σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[καλλωπιστής]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κοσμητής:''' -οῦ, ὁ ([[κοσμέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[διακοσμητής]], [[διευθυντής]], αυτός που βάζει σε [[τάξη]] ή που δίνει [[εντολή]], σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[καλλωπιστής]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοσμητής:''' дор. [[κοσμητάς]], οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[устроитель]], [[организатор]], [[руководитель]] (τοῦ πολέμου Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> [[законодатель]] (τῆς πόλεως Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[космет]] (слуга, ведавший туалетом своего хозяина) Xen.
|lstext='''κοσμητής''': -οῦ, ([[κοσμέω]]) ὁ διευθυντής, [[διατάκτης]], πολέμου Ἐπιγράμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 24· κ. πόλεως, [[νομοθέτης]], Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 2) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων ἔχων ὑπὸ τὴν φροντίδα του τοὺς νέους ἐν τοῖς γυμνασίοις, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21, Συλλ. Ἐπιγραφ. 118, 245, 254, 258, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[κοσμητεύω]]. ΙΙ. ὁ κοσμῶν, στολίζων, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[κοσμητής]]· ἐνταφιαστής. Κουριεῖς».
}}
{{elnl
|elnltext=κοσμητής -οῦ, [κοσμέω] bestuurder; in Athene toezichthouder op de epheben. schoonheidsspecialist.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοσμητής]], οῦ, [[κοσμέω]]<br /><b class="num">I.</b> an orderer, [[director]], Epigr. ap. Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> an adorner, Xen.
|mdlsjtxt=[[κοσμητής]], οῦ, [[κοσμέω]]<br /><b class="num">I.</b> an orderer, [[director]], Epigr. ap. Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> an adorner, Xen.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητής Medium diacritics: κοσμητής Low diacritics: κοσμητής Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΣ
Transliteration A: kosmētḗs Transliteration B: kosmētēs Transliteration C: kosmitis Beta Code: kosmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A orderer, director, πολέμου Epigr. ap. Aeschin.3.185; πόλεως κοσμητής = legislator, Pl.Lg.844 a; title of Zeus, Paus.3.17.4. 2 at Athens and elsewhere, magistrate in charge of the ἔφηβοι, Arist.Ath.42.2, IG 22.665.10,17 (iii B. C.), 1009.33 (ii B. C.), al., Pl.Ax.366 e, Telesp.50 H., POxy.519.8 (ii A. D.), PFay.85 (iii A. D.), etc. II adorner, X.Cyr. 8.8.20. 2 cleaner or polisher of temple-statues, IG11(2).154A20 (Delos, iii B. C.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; à Athènes cosmète, ou surveillant des gymnases;
2 serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur ou coiffeur.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητής -οῦ, ὁ [κοσμέω] bestuurder; in Athene toezichthouder op de epheben. schoonheidsspecialist.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητής: дор. κοσμητάς, οῦ ὁ
1) устроитель, организатор, руководитель (τοῦ πολέμου Aeschin.);
2) законодатель (τῆς πόλεως Plat.);
3) космет (слуга, ведавший туалетом своего хозяина) Xen.

Greek Monolingual

(II)
ο, θηλ. κοσμήτρια (ΑM κοσμητής, θηλ. κοσμήτρια) κοσμώ
αυτός που καλλωπίζει, ο διακοσμητής
νεοελλ.
ο κοσμήτορας
νεοελλ.-μσν.
μαρμάρινο διάζωμα που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό και αποτελεί στοιχείο του βυζαντινού τέμπλου
μσν.-αρχ.
αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών
αρχ.
1. αυτός που παρέτασσε τον στρατό
2. νομοθέτης πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῖν», Πλάτ.)
3. (στην Αθήνα) άρχοντας που επόπτευε τους εφήβους, δηλαδή τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.

Greek Monotonic

κοσμητής: -οῦ, ὁ (κοσμέω),
I. διακοσμητής, διευθυντής, αυτός που βάζει σε τάξη ή που δίνει εντολή, σε Επιγρ. παρά Αισχίν.
II. καλλωπιστής, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητής: -οῦ, (κοσμέω) ὁ διευθυντής, διατάκτης, πολέμου Ἐπιγράμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 24· κ. πόλεως, νομοθέτης, Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 2) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων ἔχων ὑπὸ τὴν φροντίδα του τοὺς νέους ἐν τοῖς γυμνασίοις, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21, Συλλ. Ἐπιγραφ. 118, 245, 254, 258, κ. ἀλλ.· πρβλ. κοσμητεύω. ΙΙ. ὁ κοσμῶν, στολίζων, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κοσμητής· ἐνταφιαστής. Κουριεῖς».

Middle Liddell

κοσμητής, οῦ, κοσμέω
I. an orderer, director, Epigr. ap. Aeschin.
II. an adorner, Xen.