κωμόπολις: Difference between revisions

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />gros bourg, petite ville.<br />'''Étymologie:''' [[κώμη]], [[πόλις]].
|btext=εως (ἡ) :<br />gros bourg, petite ville.<br />'''Étymologie:''' [[κώμη]], [[πόλις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωμόπολις''': -εως, ὁ, ([[κώμη]]), [[πόλις]] μικρὰ ὡς [[χωρίον]], μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.
|elnltext=κωμόπολις -εως, ἡ [κώμη, πόλις] stadje.
}}
{{elru
|elrutext='''κωμόπολις:''' εως [[городок]], [[местечко]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κωμόπολις:''' -εως, ὁ ([[κώμη]]), [[κωμόπολη]], δηλ. [[τόπος]] που δεν δικαιούται να ονομάζεται [[πόλις]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κωμόπολις:''' -εως, ὁ ([[κώμη]]), [[κωμόπολη]], δηλ. [[τόπος]] που δεν δικαιούται να ονομάζεται [[πόλις]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωμόπολις:''' εως [[городок]], [[местечко]] NT.
|lstext='''κωμόπολις''': -εως, ὁ, ([[κώμη]]), [[πόλις]] μικρὰ ὡς [[χωρίον]], μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.
}}
{{elnl
|elnltext=κωμόπολις -εως, ἡ [κώμη, πόλις] stadje.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμόπολις Medium diacritics: κωμόπολις Low diacritics: κωμόπολις Capitals: ΚΩΜΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: kōmópolis Transliteration B: kōmopolis Transliteration C: komopolis Beta Code: kwmo/polis

English (LSJ)

εως, ἡ, village-town, i.e. a place not entitled to be called a πόλις, Str.12.2.6, al., Ev.Marc.1.38.

German (Pape)

[Seite 1544] εως, ἡ, ein stadtähnliches, großes Dorf, Marktflecken, Strab. XII, 517. 557.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
gros bourg, petite ville.
Étymologie: κώμη, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμόπολις -εως, ἡ [κώμη, πόλις] stadje.

Russian (Dvoretsky)

κωμόπολις: εως ἡ городок, местечко NT.

English (Strong)

from κώμη and πόλις; an unwalled city: town.

English (Thayer)

κωμοπολεως, ἡ, a village approximating in size and number of inhabitants to a city, a village-city, a town (German Marktflecken): Strabo; (Aq. Theod. (Field)); often in the Byzantine writings of the middle ages.)

Greek Monotonic

κωμόπολις: -εως, ὁ (κώμη), κωμόπολη, δηλ. τόπος που δεν δικαιούται να ονομάζεται πόλις, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κωμόπολις: -εως, ὁ, (κώμη), πόλις μικρὰ ὡς χωρίον, μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ πόλις, Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.

Middle Liddell

κωμό-πολις, εως κώμη
a village-town, i. e. a place not entitled to be called a πόλις, NTest.

Chinese

原文音譯:komÒpolij 可摩-坡利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:鄉村-諸(市)
字義溯源:無城牆的鄉鎮,鄉村,村鎮-城市;由(κώμη)=小村)與(πόλις)*=城,鎮)組成;而 (κώμη)出自(κεῖμαι)*=躺)。(參讀 斯9:19)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 鄉村(1) 可1:38