παροξυντικός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />propre à aiguiser ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> propre à exciter, <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[ἐπί]] et l'acc.;<br /><b>2</b> propre à irriter, à exaspérer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀξύνω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à aiguiser ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> propre à exciter, <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[ἐπί]] et l'acc.;<br /><b>2</b> propre à irriter, à exaspérer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀξύνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παροξυντικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸ προτρέπειν, παροτρύνει, εἴς τι Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 29· [[πρός]] τι Δημ. 489. ἐπί τι Πλουτ. Πομπ. 37. 2) ὁ ἐξερεθίζων, παροξύνων, Ἰσοκρ. 9Α· - ὁ ἐπιτείνων τὰ κακὰ συμπτώματα, Ἱπποκρ. 71C, 218H. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 21Α. ΙΙ. ὁ εὐκόλως παροξυνόμενος, τὸ π. τοῦ ἤθους Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 6, 3.
|elnltext=παροξυντικός -ή -όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend.
}}
{{elru
|elrutext='''παροξυντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обладающий побудительной силой]], [[являющийся стимулом]], [[поощряющий]], [[побуждающий]] (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[раздражающий]] Isocr.;<br /><b class="num">3)</b> [[легко возбуждающийся]], [[чуткий]] (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παροξυντικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[κατάλληλος]] να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[απεγνωσμένος]], εξοργισμένος, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''παροξυντικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[κατάλληλος]] να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[απεγνωσμένος]], εξοργισμένος, σε Ισοκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παροξυντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обладающий побудительной силой]], [[являющийся стимулом]], [[поощряющий]], [[побуждающий]] (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[раздражающий]] Isocr.;<br /><b class="num">3)</b> [[легко возбуждающийся]], [[чуткий]] (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.).
|lstext='''παροξυντικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸ προτρέπειν, παροτρύνει, εἴς τι Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 29· [[πρός]] τι Δημ. 489. ἐπί τι Πλουτ. Πομπ. 37. 2) ὁ ἐξερεθίζων, παροξύνων, Ἰσοκρ. 9Α· - ὁ ἐπιτείνων τὰ κακὰ συμπτώματα, Ἱπποκρ. 71C, 218H. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 21Α. ΙΙ. ὁ εὐκόλως παροξυνόμενος, τὸ π. τοῦ ἤθους Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 6, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=παροξυντικός --όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παροξυντικός]], ή, όν<br /><b class="num">1.</b> fit for inciting or urging on, Xen., Dem.<br /><b class="num">2.</b> exasperating, [[provoking]], Isocr.
|mdlsjtxt=[[παροξυντικός]], ή, όν<br /><b class="num">1.</b> fit for inciting or urging on, Xen., Dem.<br /><b class="num">2.</b> exasperating, [[provoking]], Isocr.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυντικός Medium diacritics: παροξυντικός Low diacritics: παροξυντικός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paroxyntikós Transliteration B: paroxyntikos Transliteration C: paroksyntikos Beta Code: parocuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for inciting or urging on, εἴς τι X.Cyr.2.4.29; λόγοι π. πρός τι D.20.105; ἐπί τι Plu.Pomp.37. 2 exasperating, provoking, Isoc.1.31: Medic., aggravating bad symptoms, Hp.Prorrh.1.50. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a. II easily provoked, τὸ π. τοῦ ἤθους Arist. VV1251a8. III π. ἡμέρα day of the fit in intermittent fevers, Gal. 7.340.

German (Pape)

[Seite 526] ή, όν, zum Antreiben gehörig, ermunternd; εἰς τὸ σπεύδειν, Xen. Cyr. 2, 4, 29; λόγοι παροξυντικοὶ πρὸς τὸ παῖσαι, Dem. 20, 105; auch zum Zorne, Isocr. 1, 31 u. Folgde; λόγον παρ. ἐπὶ τὴν ἀναίρεσιν τῶν Ῥωμαίων, Plut. Pomp. 37; – auch adv., Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à aiguiser ; fig.
1 propre à exciter, avec εἰς ou πρός ou ἐπί et l'acc.;
2 propre à irriter, à exaspérer.
Étymologie: παρά, ὀξύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροξυντικός -ή -όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend.

Russian (Dvoretsky)

παροξυντικός:
1) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);
2) раздражающий Isocr.;
3) легко возбуждающийся, чуткий (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / παροξυντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παροξύνω
νεοελλ.
αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν αὔλημα», Πολυδ.)
2. αυτός που εξεγείρει, που παροργίζει, ο ερεθιστικός, ο προκλητικός
3. ιατρ. αυτός που επιτείνει τα κακά συμπτώματα, ο επιδεινωτικός, ο επιβαρυντικός («ἡ δείλη μὲν ὀχληρὸς καὶ παροξυντική», Γαλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροξυντικόν
η ιδιότητα του παροξύνω ή παροξύνομαι («τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους», Αριστοτ.)
5. φρ. «παροξυντικὴ ἡμέρα» — η ημέρα του παροξυσμού κατά τους διαλείποντες πυρετούς (Γαλ.).
επίρρ...
παροξυντικῶς Α
με τρόπο παροξυντικό, που παροργίζει, ερεθιστικά («τοῦ Πινδάρου σφόδρα πικρῶς καὶ παροξυντικῶς εἰρηκότος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παροξυντικός: -ή, -όν,
1. κατάλληλος να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.
2. απεγνωσμένος, εξοργισμένος, σε Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυντικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς τὸ προτρέπειν, παροτρύνει, εἴς τι Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 29· πρός τι Δημ. 489. 4· ἐπί τι Πλουτ. Πομπ. 37. 2) ὁ ἐξερεθίζων, παροξύνων, Ἰσοκρ. 9Α· - ὁ ἐπιτείνων τὰ κακὰ συμπτώματα, Ἱπποκρ. 71C, 218H. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 21Α. ΙΙ. ὁ εὐκόλως παροξυνόμενος, τὸ π. τοῦ ἤθους Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 6, 3.

Middle Liddell

παροξυντικός, ή, όν
1. fit for inciting or urging on, Xen., Dem.
2. exasperating, provoking, Isocr.